~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι ’Ελληνες…δέχονται όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξωρισμένους από την πατρίδα των δι’ αιτίαν της Ελευθερίας». Ρήσεις του Ρήγα Βελεστινλή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

!!

!!
Άνθρωποι και Φύση πάνω από τα κέρδη

~


Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.

Bertolt Brecht, 1898-1956, Γερμανός συγγραφέας

Η Φωτό Μου

Καθημερινά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: kepeme@gmail.com

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΕΛΛΑΔΑ - ΜΝΗΜΕΙΑ - Αρχαιολογικοί χώροι - Ελληνικός Πολιτισμός - "Η συμφιλίωση των πολιτισμών περνά μέσα από την οικουμενικότητα της Παιδείας"
.................................................................~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τελευταίες Ειδήσεις

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Το γράμμα προς τον Άγιο Βασίλη βρήκε λάθος παραλήπτη



Ωστόσο το κοριτσάκι θα παραλάβει κανονικά τα δώρα του

Όπως όλα σχεδόν τα παιδιά της ηλικίας της, έτσι και η πέντε ετών Helen Cardenas από το Σιάτλ έστειλε ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη. Με τη διαφορά ότι δεν επέλεξε να το κάνει μέσω ταχυδρομείου όπως συνηθίζεται αλλά δένοντας το γράμμα σε δύο ροζ μπαλόνια τα οποία άφησε ελεύθερα.

Η 5χρονη Helen η μητέρα της οποίας είχε μείνει πρόσφατα άνεργη, ζητούσε στο γράμμα της το οποίο ήταν γραμμένο στα ισπανικά, μια κούκλα, παπούτσια και ένα παντελόνι. Και υπό φυσιολογικές συνθήκες ίσως να μην έπαιρνε ποτέ τα δώρα της. Επειδή όμως υπάρχουν και καλοί άνθρωποι στον κόσμο, οικογένεια στην Καλιφόρνια αποφάσισε να αναλάβει το ρόλο του Άγιου Βασίλη.

Το μπαλόνι της μικρής κατέληξε σε ράντσο στην Καλιφόρνια και οι ιδιοκτήτες του, όταν το είδαν νόμισαν αρχικά ότι ήταν κάποιο σκουπίδι.
Όταν όμως κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται, ζήτησαν τη βοήθεια μεταφραστή για να διαβάσουν το γράμμα και στη συνέχεια τηλεφώνησαν στο νούμερο που αναγραφόταν σε αυτό.
Στη συνέχεια, ολόκληρη η οικογένεια από την Καλιφόρνια αποφάσισε να κάνει μια καλή πράξη και να πάει στο πλησιέστερο εμπορικό κέντρο προκειμένου να ψωνίσει δώρα στη μικρή Helen τα οποία και θα της αποστείλουν.
Όπως δήλωσαν οι ιδιοκτήτες του ράντσου: «Ελπίζουμε ότι τα δώρα θα φτάσουν πριν από τα Χριστούγεννα. Το γεγονός ότι έφτασαν τα μπαλόνια τόσο μακριά είναι πραγματικά απίστευτο».



Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Η τρέχουσα έκθεση στο Λούβρο είναι πολύ σημαντικό γεγονός για την Ελλάδα.


Ο Μ. Αλέξανδρος στο Λούβρο

 ‘’Το βασίλειο του Μ. Αλεξάνδρου, η αρχαία Μακεδονία’’



Ÿ œ.
‘»έ¾±½´Á¿Â ÃÄ¿ ›¿ύ²Á¿ ¤¿ ²±Ãί»µ¹¿ Ä¿Å œ. ‘»µ¾ά½´Á¿Å, · ±ÁÇ±ί± œ±ºµ´¿½ί±


Στο φημισμένο και έγκυρο αυτό Μουσείο, εκατομμύρια επισκέπτες από διάφορα κράτη του κόσμου μπορούν να δουν την έκθεση αυτή και να θαυμάσουν τον πολύ υψηλού επιπέδου πολιτισμό και την περίτεχνη καλλιτεχνική παραγωγή της χρυσοφόρας Μακεδονίας, που είναι η πατρίδα του Μ. Αλεξάνδρου και βρίσκεται στην Ελλάδα.
Για μας είναι εμφανές όχι όμως και για τους ξένους που δεν γνωρίζουν ότι η Μακεδονία είναι επαρχία της Ελλάδος και μπερδεύουν το όνομα με άλλο κράτος.
Όλοι οι ξένοι γνωρίζουν και θαυμάζουν τον Μ. Αλέξανδρο και υπάρχει στην μυθολογία πολλών εθνών. Απόδειξη είναι η μεγάλη επιτυχία των προηγουμένων εκθέσεων, που γίνονται από πολλά χρόνια, στα μεγαλύτερα Μουσεία, σε διάφορες πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις του κόσμου. Αναφέρουμε στα τελευταία 10 χρόνια : Εθνικό Μουσείο-Τόκυο, Ερμιτάζ-Αγ. Πετρούπολη, Ν.Υόρκη, Μανχάϊμ, Γκεττύ -Καλιφόρνια, Μαδρίτη, Αμστερνταμ, Οξφόρδη και τέλος Παρίσι, συχνά με διαφορετική οπτική γωνία. Περισσότερα ...


*από το: http://www.schizas.com/


Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙΡΩΝ KAI ΘΕΣΜΩΝ




Του Παναγιώτη Ι. Καραφωτιά, 
Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων 
του Πανεπιστημίου Ινδιανάπολης, 
π. Διευθύνοντος Συμβούλου του Γραφείου ΟΗΕ
 για Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ

Μετά τον «ορυμαγδό» ρεπορτάζ, ανακοινώσεων, δηλώσεων κ.ά. σχετικά με τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου, που έγιναν αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών, διαστρεβλώσεων και καπηλείας, μήπως θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσουμε μια ψύχραιμη και αντικειμενική προσέγγιση και αξιολόγησή τους, γιατί ένα από τα  χαρακτηριστικά της παθολογίας της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι η αμνησία και η έλλειψη μέτρου κριτικής, που επιβεβαιώθηκαν τόσο δραματικά στα επεισόδια της 28ης Οκτωβρίου, Ημέρας μεγίστης εθνικής διαχρονικής σημασίας. 
΄Αραγε, θυμήθηκαν όλοι συνειδητά, κριτικά, τη σημασία της Ημέρας ή απλά αρκέστηκαν σε τυπικές, δημοσιοσχετίστικες εκδηλώσεις; Η σημασία της Ημέρας ήταν και είναι ότι περίπου 600 χιλιάδες Έλληνες {πρώτοι σε παγκόσμιο επίπεδο σε αναλογία πληθυσμού} θυσίασαν το πολυτιμότερο αγαθό, την ίδια τη ζωή τους για χάρη ενός εξίσου πολύτιμου αγαθού-ιδανικού, της ελευθερίας και των όσων αυτή συνεπάγεται: δημοκρατία, ειρήνη, ασφάλεια, κράτος δικαίου, ευημερία. Αν κάποιος σήμερα, ύστερα από 60 χρόνια από το Ηρωϊκό Επος του 40, τολμούσε μιαν αναφορά στην ιερή μνήμη των σύγχρονων ηρώων- μαρτύρων του έθνους, τι θα έλεγε; Με τι φωνή; ΄Η θα ήταν μια κραυγή θρήνου, απόγνωσης, αγανάκτησης για τη δραματική παρακμή της Πατρίδας μας;
Τι απολογισμό θα έκανε; Θα εξιστορούσε με βαθειά θλίψη ότι οι θυσίες των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων λησμονήθηκαν, αγνοήθηκαν, έγιναν στόχος νέο-διχαστικών, μισαλλόδοξων, αρχομανιακών κυκλωμάτων, που μετά το θρίαμβο του 40 οδήγησαν την Πατρίδα σε εμφύλιο  σπαραγμό και αργότερα  στην τραγωδία της Κύπρου, και τώρα στην οικονομική και όχι μόνον «υποδούλωση» της χώρας; Ας τολμήσουν, επιτέλους-γιατί οι καιροί είναι πολύ κρίσιμοι-οι ηγεσίες της χώρας {όσες ευθύνονται}, με αίσθημα αυτοσεβασμού, ευθύνης και εθνικής υπέρβασης, να παραδεχθούν τα τραγικά σφάλματά τους, να ζητήσουν συγγνώμη για τα δεινά που προκάλεσαν στο λαό και να πράξουν αυτό που επιβάλλει το πατριωτικό καθήκον, και όχι εθελοτυφλούσες να προβαίνουν σε απελπιστικές κινήσεις εξαιτίας φόβου, {«σύνδρομο Καντάφι»}, οδηγώντας το λαό σε εμφύλιο σπαραγμό, και να στέρξουν σε μια γενικά αποδεκτή εθνική πολιτική, πέραν από κομματικούς αυτοσχεδιασμούς και σκοπιμότητες, με μια οικουμενική κυβέρνηση σωτηρίας απαρτιζόμενη από αποδειγμένα ικανούς και ακέραιους πατριώτες διεθνούς κύρους, με συγκεκριμένο πρόγραμμα που να εγγυάται την αντιμετώπιση της κρίσης σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς κ.ά., και τη διεκδίκηση εθνικών δικαίων{την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και τις πολεμικές αποζημιώσεις,}και την ανάπτυξη, αλλά και εσωτερική κάθαρση για να πεισθούν όλοι ότι η διαφθορά στην Ελλάδα αποτελεί παρελθόν.  Γιατί, ας μη γελιόμαστε.
 Μπορεί στις εκδηλώσεις για την Επέτειο να παρεισέφρησαν «γνωστοί-άγνωστοι», όργανα διχαστικών και αναρχικών κύκλων, με ακραίες ενέργειες για να προκαλέσουν ταραχές,  αλλά από ότι διαφάνηκε οι περισσότεροι ανήκαν στην κατηγορία των γνήσια αγανακτισμένων, στο 18% ανέργων, στο 30%  πτυχιούχων ανέργων, που προσπαθούν να εξασφαλίσουν εργασία στην ξενιτιά όπου η αφαίμαξη εγκεφάλων έχει αναχθεί σε επιστήμη, στις άλλες εκατοντάδες χιλιάδες που επιβιώνουν χωρίς αξιοπρέπεια και ζουν υπό τη «Δαμόκλειο σπάθη» απόλυσης, «εφεδρείας», «χαρατσιών», κατά συρροή ψευδών και εμπαιγμού, και πολλοί από τους οποίους, νέοι, δεν μπορούν να  δημιουργήσουν οικογένεια εξαιτίας της στέρησης των απαραίτητων πόρων επιβίωσης. Συνεπώς, για ποιο μέλλον της Πατρίδας μιλάμε; 
Μήπως συντελείται μια άδηλη κοινωνική «γενοκτονία» και  επιστροφή σε Αρχαία Ρώμη και το Μεσαίωνα; Και όλα αυτά αποτελούν ένδειξη απόδοσης φόρου τιμής στις θυσίες των ηρωϊκών αγωνιστών του ΄Επους του 40 και συνάδουν με δημοκρατικά, πολιτισμένα καθεστώτα; Εξάλλου, αλίμονο αν οι Ελληνες δεν διαμαρτύρονταν. 
Τότε θα σήμαινε και ψυχική και ηθική «υποδούλωση».  Πέραν, όμως από τα παραπάνω,  δυο άλλα θλιβερά και σημαδιακά γεγονότα, που πρέπει να προβληματίζουν σοβαρά όλους, είναι ότι φέτος, την 24 Οκτωβρίου, Ημέρα του ΟΗΕ, για πρώτη φορά στην ιστορία του Οργανισμού στην Ελλάδα, κατέθεσε τον καθιερωμένο Στέφανο στο Μνημείο του ΄Αγνωστου Στρατιώτη απλός υπάλληλος του υπουργείου εξωτερικών, ενώ στο παρελθόν τον κατέθετε ο υπουργός ή ο υφυπουργός {έως το ανίερο κλείσιμο του μόνιμου Γραφείου του ΟΗΕ το 2005}, και κατόπιν γγ και πρέσβεις.  
Επίσης, κάποιοι πολιτικοί ηγέτες, αναφερόμενοι στο αιματοκύλισμα στη Μ.Α., ζήτησαν την επέμβαση του ΝΑΤΟ, αλλά αγνόησαν τον κατεξοχήν αρμόδιο Οργανισμό, τον ΟΗΕ. Τα γεγονότα αυτά σχολιάσθηκαν αρνητικά από εκπροσώπους υπηρεσιών του ΟΗΕ κ.ά., θεωρώντας τα ως ένδειξη υποβάθμισης του Οργανισμού, για τις αρχές και τα ιδανικά του οποίου θυσιάστηκαν, πέραν των Ελλήνων που προαναφέραμε, περίπου 70 εκατομμύρια άνθρωποι. Τελικά, μήπως σήμερα ισχύει για την Πατρίδα μας το δραματικό Σεξπηρικό «κάτι σάπιο συμβαίνει στο βασίλειο της  Δανιμαρκίας»;
 Ελληνες, «ΑΠΙΤΕ»! {ΑΠΙΤΕ ήταν το σύνθημα του Περικλή και σημαίνει νέο ξεκίνημα, καινούρια αρχή.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΝ ΛΙΒΑΝΩ κ. Γ. ΣΕΦΕΡΕΙΑΔΗΝ στον ΓΕΩΡΓ. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, ειδικώς σταλέν διά την «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ»


http://savvaspavlou.wordpress.com/2011/05/

Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

Μαΐου 26, 2011


Στις 13 Απριλίου, το ιστολόγιο, προσπαθώντας να βρει στοιχεία για τον δημοσιογράφο Γεώργιο Μπουκουβάλα, έκανε έκκληση για φιλολογική βοήθεια απευθυνόμενο στους δημότες της Ηλεκτρονικής Πολιτείας. Παραθέτω το κείμενο:
Έκκληση στους δημότες της Ηλεκτρονικής Πολιτείας για φιλολογική βοήθεια [αναφορά σε μια συνέντευξη του Σεφέρη]

Στην εφημερίδα της Λευκωσίας Ελευθερία δημοσιεύτηκε, στις 21 Οκτωβρίου 1954, συνέντευξη του Γιώργου Σεφέρη. Τη συνέντευξη πήρε ο δημοσιογράφος Γεώργιος Μπουκουβάλας. Η συνέντευξη αυτή θα αναδημοσιευτεί σχολιασμένη στο περιοδικό Μικροφιλολογικά. Όμως υπάρχει μια έλλειψη. Σε όλα τα δημοσιεύματα που ανασύρουν στην επιφάνεια παλιές συνεντεύξεις πάντα επιβάλλεται να γραφτούν δυο λόγια για τον δημοσιογράφο που πήρε τη συνέντευξη. Δυστυχώς δεν έχουμε οποιοδήποτε στοιχείο για τον Γεώργιο Μπουκουβάλα, -Αθήναιο δημοσιογράφο τον αποκαλεί η εφημερίδα Ελευθερία. Κάναμε πολλές προσπάθειες, με τηλεφωνήματα, επιστολές, αναζητήσεις σε έργα αναφοράς για την ελληνική δημοσιογραφία και τους Έλληνες δημοσιογράφους. Τίποτα. Γνωρίζουμε ακόμη ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από τον Νίκο Καζαντζάκη στην οποία αναφέρονται και στον κυπριακό αγώνα που τότε είχε ξεκινήσει. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα (Αθήνα, 15 Ιουνίου 1955). Γι’ αυτό παρακαλούμε για βοήθεια. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι για τον δημοσιογράφο Γεώργιο Μπουκουβάλα ας μας το αναφέρει. Αν κάποιος γνωρίζει κάποιο έντυπο με στοιχεία για τον δημοσιογράφο Μπουκουβάλα ας μας το κοινοποιήσει για να το κοιτάξουμε. Αυτά έγραψε το ιστολόγιο. Είχαμε άμεση αντίδραση από ανθρώπους που πρόσφεραν τις πρώτες πληροφορίες από τον ηλεκτρονικό ιστό (Σπύρος Κακουριώτης, Δημήτρης Κόκορης) που οδήγησαν στον Πάνο Αϊβαλή, εκδότη του περιοδικού Ύφος καθώς και άλλων εντύπων, ο οποίος έλυσε το πρόβλημα, έτσι το ζητούμενο για να ολοκληρωθεί το δημοσίευμα για τον Σεφέρη απαντήθηκε ικανοποιητικά. Ευχαριστώ τους φίλους Κακουριώτη και Κόκορη, ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Πάνο Αϊβαλή. Ύστερα από όλα αυτά ανεβάζουμε, ξανά, χωρίς ελλείψεις, το δημοσίευμα για την παλιά συνέντευξη του Σεφέρη:
Γιώργος Μπουκουβάλας Δια χειρός Φασιανού




ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΝ ΛΙΒΑΝΩ κ. Γ. ΣΕΦΕΡΕΙΑΔΗΝ
ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΤΡΕΦΟΥΝ ΤΑ ΦΙΛΙΚΩΤΕΡΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Του Αθηναίου δημοσιογράφου κ. ΓΕΩΡΓ. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, ειδικώς σταλέν διά την «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ».


ΒΑΘΕΙΑ συγκίνηση με κατέλαβε, όταν επεσκέφθην ένα μουσουλμανικό τέμενος στη Βαγδάτη και είδα το Χότζα να βγαίνη μ’ ανοιχτή την αγκαλιά του και να με φιλάη, ως έμαθεν πως ήμουν Έλληνας. Το πρόσωπο του είχε πάρει μια χαρούμενη έξαψη, καθώς άρχισε να μου μιλάη για παμπάλαιες κοινές Ελληνοαραβικές περιπέτειες και κορυφώθηκε ο ενθουσιασμός του, όταν έφτασε στον Μέγα Αλέξανδρο. Χωρίς να τον διεκδικούν οι Άραβες, νοιώθουν μιαν απέραντη ευγνωμοσύνη στον μεγάλο Έλληνα κι έχουν τη συνείδηση, ότι οφείλουν τα πάντα στην Ελληνική του επίδραση και τον λατρεύουν σαν δικό τους. Έξω απ’αυτήν την βαθύτατη μνήμη, που είναι πόλος ζωής στη Μέση Ανατολή, οι Άραβες τρέφουν τα πιο φιλικά και ειλικρινή αισθήματα προς τους Έλληνας, ξεχωρίζοντάς τους απ’ τους άλλους λαούς. Οι Άραβες πέρα ακόμη κι απ’αυτήν την παλιά Ελληνική εκπολιτιστική παράδοση υπήρξαν οι σοφοί μελετητές και φορείς των κειμένων και γενικά της Ελληνικής σκέψης. Ο Αριστοτέλης κι ο Πλάτωνας βρήκανε στους Άραβες μοναδικούς ερμηνευτές. Εξ άλλου η κοινή ζωή Ελλήνων και Αράβων κάτω απ’ τη σκέπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδεσε ακόμα σφιχτότερα τους μεγάλους αυτούς λαούς ξεπερνώντας κατά τον πιο ευτυχή, αδιατάρακτο, σχεδόν αδελφικό, τρόπο την βαθειά θρησκευτική αντίθεση. Η κοινή στάσις ελευθερίας απέναντι στους βίαιους ανέμους της ιστορίας αποτελεί ακόμα τον άθραυστο δεσμό των λαών αυτών, που από αιώνες κατοικούν την Μεσόγειο και γονιμοποιούν ηθικά την πανάρχαια αυτή γη. Η εξαιρετική σημασία τούτης της κοινότητας είναι ότι δεν είναι το τεχνητό αποτέλεσμα κρατικών αποφάσεων, αλλά προέρχεται εκ των κάτω σαν έφεση κι αποδοχή κι ομόλογη θέση τους κάτω απ’ τον ήλιο που τους έταξε και τους ανέδειξε σε αδελφούς. Σ’αυτό το μοναδικό κρίσιμο φυλάκιο χρέους βρίσκεται ο Πρεσβευτής της Ελλάδος κ. Γεώργιος Σεφερειάδης (γνωστός από το ποιητικό του έργο ως Γ. Σεφέρης). The right man in the right place.[1] 
Αν δεχθούμε ότι μπορεί πρακτικά να επαρκέση στην διπλωματική εκπροσώπηση πέντε πρωτευουσών, τότε δεν θα ήταν ίσως εύκολο να αρνηθή κανείς τα πλεονεκτήματα μιας ενιαίας, και μάλιστα τόσον επιτυχούς, εκπροσωπήσεως. Η Ελληνική Πρεσβεία με τα μέσα, τα οποία διαθέτει, προσπαθεί ν’ ανταποκριθή προς τον τεράστιον αυτόν χώρον χρέους. Πέρα απ’ τις βασικές ευνοϊκές προϋποθέσεις ενός ευφόρου εδάφους και ευκράτου κλίματος υπάρχουν πολυειδείς δυσκολίες, που η εδώ εκπροσώπησις αγωνίζεται να υπερνικήση και συνήθως το κατορθώνει. Αξιοσημείωτη είναι η θετική κατανόηση και συγκινητική συμπαράσταση, την οποίαν παρέχουν οι εδώ Έλληνες. Η Ελληνική παροικία, καθώς και ο νεοσύστατος Ελληνολιβάνιος σύνδεσμος, εργάζονται αξιοθαύμαστα προς τον σκοπόν αυτόν. Η συμμετοχή μας π.χ. για πρώτη φορά στην έκθεση της Δαμασκού με ένα τόσο επιτυχές Ελληνικόν περίπτερον, οφειλόμενον αρχιτεκτονικά στον κ. Μορέτη, υπερέβη τας προβλέψεις μας εις επιτυχίαν. Ο κ. Σεφέρης είχε την καλωσύνη ν’απαντήσει σε μερικά ερωτήματα που του υποβάλαμε. 
Ερώτησις: Κύριε Σεφέρη, ρώτησα τον Έλληνα Πρεσβευτή, αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο να κρίνη κανείς τους ανθρώπους και να ειπή φερ’ ειπείν αδίστακτα, αυτός είναι προδότης· πώς αντιμετωπίζετε σεις αυτό το ηθικό πρόβλημα; Κάποιος ποιητής ρωτιέται… Αξίζει η σωτηρία της ανθρωπότητος πληρωμένη με το κλάμα ενός μικρού παιδιού;… Απάντησις: Η ερώτησις είναι σκληρή, όμως πρέπει ν’ απαντήσω. Ναι! αξίζει! Η μοιραία αντινομία που υπάρχει ανάμεσα στην ηθική απόφανση και την ευαισθησία και στην πολιτική πράξη θα διχάζη και θα βασανίζη πάντα την ανθρώπινη ψυχή. …Κάποτε ήταν στην Αθήνα ένας γερμανός καθηγητής, γνωστός αντιναζί και εξωρισμένος απ’ τον Χίτλερ. Με ερώτησαν ποια ήταν η γνώμη μου. Όλοι τον γνωρίζαμε ως αντιχιτλερικόν… 
Αλλά, αν υπήρχε μια, μια μόνη πιθανότης να είναι κατάσκοπος; αν η συναισθηματική μου στάση γινόταν αφορμή να σκοτωθούν πέντε Έλληνες πολίτες, ή ένας αξιωματικός μου; Ποιο θα ήταν το βάρος της συνειδήσεώς μου και της ευθύνης μου; Έπρεπε να θυσιασθή ο Γερμανός. Η ανθρωπιστική αρχή in dubio pro reo[2] δεν μπορούσε να ισχύση. Η ζωή είναι σκληρή. Ερώτησις: Ποία είναι η γνώμη σας για μαχητική διεξαγωγή αγώνων ελευθερίας; Απάντησις: Δεν σας απαντώ. Θα σας ειπώ κάτι άλλο. Το 1939 ήταν μια ομάδα διανοουμένων αυτοαποκαλουμένων «πασιφιστών». Ήρθαν κάποιοι και με ρώτησαν… «Είσαι και συ «πασιφιστής»; Γέλασα. Η ερώτησις μού φάνηκε αφελής και αστεία… Δεν είμαι έξαλλος εθνικιστής. Δεν μου λέει τίποτα αυτό…Όμως πιστεύω στην Ελλάδα. Και πιστεύω πως η Ελλάδα είναι μια ηθική έννοια που πρέπει να σωθή με κάθε τρόπο για να σώση. Εμένα τα βράχια της γης μου δεν μου δείχνουν το δρόμο της σωτηρίας που έδειξε η Ινδία στον μακαρίτη τον Γκάντι… Νιώθω πως πρέπει να πολεμήσω και να ματώσω τούτη τη σκληρή γη… Η συνείδηση κ’ η αγάπη της μου το επιβάλλει κι ο ελεύθερος λόγος μου υπακούει για να τη σώση και την κάνη ομορφιά.
(εφ. Ελευθερία, Λευκωσία, 21 Οκτωβρίου 1954, σ. 2)
Η συνέντευξη αυτή, στην κυπριακή εφημερίδα Ελευθερία, είναι η τρίτη που έδωσε ο Σεφέρης. Προηγουμένως, όταν βρισκόταν στην Αγγλία, ως μέλος της ελληνικής διπλωματικής αποστολής, έδωσε συνέντευξη στον Μήτσο Λυγίζο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κρίκος του Λονδίνου το 1951[3] και αργότερα, με την ευκαιρία της πρώτης επίσκεψής του στην Κύπρο, έδωσε συνέντευξη στον Κύπριο λόγιο και ιατρό Κύπρο Χρυσάνθη που δημοσιεύτηκε, το 1954, στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα[4]. Μετά τις τρεις αυτές συνεντεύξεις θα ακολουθήσει μια «νεκρή» περίοδος, όσον αφορά το θέμα αυτό, για δέκα περίπου χρόνια. Οι επόμενες συνεντεύξεις του, ικανοποιητικές σε αριθμό, θα δοθούν μετά την έλξη που προκάλεσε η βράβευσή του με το βραβείο Νόμπελ.[5] Είναι, λοιπόν, αξιοσημείωτο ότι ο ποιητής που θα επιβραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, έδωσε μόνο τρεις συνεντεύξεις πριν από τη βράβευσή του, και οι τρεις μετά τα πενήντα του χρόνια, ένα τεκμήριο που μπορεί να προκαλέσει αρκετές σκέψεις για την προβολή των διανοουμένων και λογοτεχνών παλαιότερα, καθώς και για τη σημερινή επικράτεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τον πληθωρισμό των γραπτών και ραδιοτηλεοπτικών λογοτεχνικών συνεντεύξεων, σε σημείο που νεοσσοί της λογοτεχνίας να μας βομβαρδίζουν με συνεντεύξεις τους από την πρώτη συλλογή τους. 
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι και οι τρεις πρώτες συνεντεύξεις του Σεφέρη δόθηκαν σε έντυπα εκτός της ελλαδικής επικράτειας (η πρώτη σε ελληνικό περιοδικό του Λονδίνου και οι άλλες δύο σε έντυπα της Κύπρου). Η συνέντευξη που παρουσιάζεται εδώ είναι καταγραμμένη στις βιβλιογραφίες του Κατσίμπαλη και του Δασκαλόπουλου[6] και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Λευκωσίας Ελευθερία στις 21 Οκτωβρίου 1954, λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης επίσκεψης του ποιητή στην Κύπρο (15 Σεπτεμβρίου – 17 Οκτωβρίου 1954). Ο δημοσιογράφος Γεώργιος Μπουκουβάλας[7] που πήρε τη συνέντευξη, γεννήθηκε στην Σίφνο την δεκαετία του ’20 και έφυγε από τη ζωή στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ασχολήθηκε από νέος με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε εφημερίδες των Αθηνών και τη δεκαετία του ’70 ίδρυσε, μαζί με άλλους δημοσιογράφους και διανοητές, το “Κέντρο Μείζονος Ελληνισμού” και εξέδωσε τα περιοδικά ΕλληνικόςΚόσμος και Βαλκανικός και Αραβικός Κόσμος. [8] Ύστερα από την εν γένει φλύαρη εισαγωγή, που περιέχει ποικίλες γλωσσικές διπλοτυπίες και μετεωρίζεται μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής, ο δημοσιογράφος προχωρεί στην υποβολή δύο ερωτημάτων και καταγράφει τις απαντήσεις του ποιητή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης δεν προσχωρεί σε παγιωμένες και αποδεκτές μόδες και στάσεις ζωής που είχαν σαγηνεύσει μεγάλη μερίδα των διανοουμένων τότε (πασιφισμός, μη βία του Γκάντι) και επιμένει στις ιδιαίτερες συνθήκες της πατρίδας του, έχοντας πλήρη συνείδηση της θέσης της Ελλάδας και της γεωγραφικής και ιστορικής της μοίρας. Ακόμη η αναφορά του Σεφέρη « νιώθω πως πρέπει να πολεμήσω και να ματώσω τούτη τη σκληρή γη…», πιστεύω ότι απηχεί και τις προετοιμασίες του κυπριακού αγώνα, που θα ξεκινήσει εκατόν εξήντα, περίπου, μέρες μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης. Ο Σεφέρης γνώριζε και από την επαφή του με την Κύπρο και λόγω της θέσης του ότι τα πράγματα στο νησί οδηγούνταν σε δυναμική σύγκρουση που θα μετέφερε το Κυπριακό, από την αποκλειστική παραμονή του στους χώρους των διπλωματικών παρασκηνίων και επισήμων επαφών και συσκέψεων, σε άλλους χώρους πάλης. Η αναφορά του Σεφέρη, στη συνέντευξη αυτή, για τον αντιναζί γερμανό καθηγητή, πιστεύω ότι παραπέμπει στον Helmut von den Steinen, που κατέφυγε στην Ελλάδα μετά την επικράτηση του χιτλερισμού στη Γερμανία και αργότερα πρόσφερε πολλά ως μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά.[9] Είναι χαρακτηριστική η εγγραφή του Σεφέρη στο Ημερολόγιό του για την επίσκεψη του von den Steinen στο γραφείο του, στις 3 Δεκεμβρίου 1940, και τις φήμες ότι είναι κατάσκοπος. Μετά τον πόλεμο ο Σεφέρης θα προσθέσει στην εγγραφή τα ακόλουθα: «Είχα άδικο· Ο Helmut von den Steinen έμεινε πρώτης τάξεως ως το τέλος».[10]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] The right man in the right place: Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση
[2] in dubio pro reo: εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου
[3] Μήτσος Λυγίζος, Συνομιλία με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, περ.Κρίκος, Λονδίνο, Σεπτέμβριος 1951, αρ. 12, σ. 3-8. Βλ. παρουσίαση και αναδημοσίευση της συνέντευξης στο δημοσίευμα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, Συνομιλία με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη [Μια λανθάνουσα συζήτηση του ποιητή με τον Μήτσο Λυγίζο], περ. Το Δέντρο, Αθήνα, Ιανουάριος-Μάρτιος 2011, αρ. 179-180, σ. 147-154
[4] Κύπρος Χρυσάνθης, Μια συνέντευξη με τον ποιητή Γ. Σεφέρη, περ.Κυπριακά Γράμματα, Λευκωσία, Ιανουάριος 1954, αρ. 223, σ. 37-39. [5] Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, Λευκωσία ²2005, σ. 415
[6] Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη, στον τόμο Για τον Σεφέρη Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, Αθήνα, ανατύπωση Ερμής 1981, σ. 454 και Δημήτρης Δασκαλόπουλος,Εργογραφία Σεφέρη (1931 -1979). Βιβλιογραφική Δοκιμή, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1979, σ. 228.
[7] Το 1955 ο Γεώργιος Μπουκουβάλα πήρε συνέντευξη από τον Νίκο Καζαντζάκη η οποία αναφέρεται και στον κυπριακό αγώνα που είχε τότε ξεκινήσει. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφ. Τα Νέα, Αθήνα, 15 Ιουνίου 1955 (βλ. Κωστής Κοκκινόφτας, Νίκος Καζαντζάκης και Κύπρος, περ. Ακτή, Λευκωσία, άνοιξη 2008, αρ. 74, σ. 208).
[8] Ευχαριστώ θερμά τον δημοσιογράφο και εκδότη Πάνο Αϊβαλή που ερεύνησε και με εφοδίασε με στοιχεία για τη ζωή του ΓεωργίουΜπουκουβάλα.
[9] βλ. Παντελής Πρεβελάκης, Helmut von den Steinen, περ. Νέα Εστία, Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1957, αρ. 710, σ. 230-231.
[10] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1977, σ. 264.

http://savvaspavlou.wordpress.com/2011/05/


Ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ο οποίος το 1960 άνοιξε τον Τιπούκειτο, στην οδό Νικοδήμου στην Πλάκα.

Η πολιτεία μεθούσε- Μια ιστορία των Μπουάτ


Τετάρτη, 14 Ιουλίου 2010 - Σπύρος Αραβανής & Ηρακλής Οικονόμου



Μισό αιώνα μετά την εμφάνισή τους, το μουσικό ύφος και ήθος των μπουάτ φαίνεται να επιστρέφει.

Η μουσική παράσταση Από την Πλάκα στο Γκάζι στη σκηνή της Ωδήςιας, με τη συμμετοχή ορισμένων εκ των πρωτεργατών του νέου κύματος, προσελκύει από τον περασμένο Δεκέμβριο νοσταλγούς κάθε ηλικίας. Οι δίσκοι με τους νεοκυματικούς τραγουδιστές έρχονται ξανά στο προσκήνιο και το κοινό τούς αγκαλιάζει θερμά. Οι μικρές μουσικές σκηνές, που αναζητούν τον πυρήνα του τραγουδιού, όπως αυτός παρουσιαζόταν στις θρυλικές μπουάτ της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ολοένα και αυξάνονται σε αριθμό. Μόδα ή ανάγκη; Αναζήτηση χαμένης εμπορικής φλέβας χρυσού ή χαμένης αθωότητας; Το boîte (κουτί στα ελληνικά) κρύβει πιθανόν πολλές εκπλήξεις ακόμα. Ας το ανοίξουμε…

Βγήκε τ’ όνειρο σεργιάνι
Ο μικρός χώρος με ένα πιάνο, μια κιθάρα και μια φωνή πάνω στη λιλιπούτεια σκηνή, τοποθετημένη σε απόσταση αναπνοής από τους θαμώνες, χρωστά την έμπνευσή του στον Γιώργο Μπουκουβάλα, ο οποίος το 1960 άνοιξε τον Τιπούκειτο, στην οδό Νικοδήμου στην Πλάκα. Εκεί όπου τα νοίκια ήταν φθηνά, οι πολυκατοικίες αποκλεισμένες διά νόμου και οι άνθρωποι τού μόχθου. Οι νεαροί Λάκης Παππάς και Κώστας Χατζής εμφανίζονται διαδοχικά εκεί και ο κόσμος αρχίζει να συγκεντρώνεται για να ακούσει τα τραγούδια γυμνά. Δύο χρόνια μετά, ο χώρος κλείνει, και ο ιδιοκτήτης του ανοίγει το Συμπόσιο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος περιγράφει σχετικά στο cd Καταγραφές του περιοδικού Ήχος & Hi-Fi: «Πιο υποφωτισμένο μαγαζί δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα• ο κόσμος καθόταν κάτω στο δάπεδο, πάνω σε αρχαίες μαξιλάρες, πίνοντας κρασί μέσα από χάλκινα ποτήρια και άκουγε τα καινούργια τραγούδια». Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι μπουάτ αρχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στην περιοχή: Απανεμιά, Αυλαία, Δώμα, Εσπερίδες, Ερωτόκριτος, Ζώδια, Καρυάτις, Κατακόμβη, Κιβωτός, Λεωνίδας, Λήθη, Λημέρι, Λυχνάρι, Νεφέλες, Ρουλότα, Σκορπιός, Σούσουρο, Σοφίτα, Στοά, Συμπόσιο, Στέκι του Γιάννη, Σχολείο, Ταβάνια, Τετράδιο, Τζάκι, Χάντρες, Χρυσό Κλειδί• ατελείωτος ο κατάλογος. Οι περισσότερες συγκεντρωμένες στην Πλάκα, επί των οδών Μνησικλέους και Θόλου. Και εκτός Αθηνών, στη Μύκονο, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στην Ύδρα, από τις αρχές του ’60, οι χώροι ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον.
Ενδεικτικές της αποδοχής των μπουάτ ήταν οι μέχρι και τρεις παραστάσεις που περιελάμβανε το πρόγραμμα: οκτώ-δέκα, δέκα-δώδεκα, δώδεκα-δύο μετά τα μεσάνυχτα. Κύριο χαρακτηριστικό τους, η άμεση επικοινωνία του καλλιτέχνη με το κοινό. Η Μαρίζα Κωχ επιχειρεί έναν ορισμό αυτών των χώρων: «Η μπουάτ, για μένα, ορίζει μια εποχή που έχει μικρά καρεκλάκια και μεγάλο στριμωξίδι. Ένας προβολέας αυτοκινήτου πάνω στη σκηνή, καμία ωραιοποίηση, γυμνή αλήθεια. Οι μπουάτ υπήρξαν η γυμνή αλήθεια της μουσικής μας». Ο Σαββόπουλος, ο οποίος ανδρώθηκε μουσικά στις μπουάτ, επισημαίνει: «Έπρεπε να τα καταφέρεις με το τίποτα: με μία κιθάρα, άντε κι ένα πιάνο. Οι θαμώνες κάθονταν μισό μέτρο απ’ τον τραγουδιστή και οι τελευταίοι το πολύ στα πέντε-έξι μέτρα. Έπρεπε να είσαι απλός και άμεσος και έτοιμος να αυτοσχεδιάσεις». Αναπολώντας συνεχίζει: «Στη Στοά. 1964-1965. Στην οδό Ξάνθου, στο Κολωνάκι. Με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Απίστευτο πρόγραμμα. Το θυμάμαι και δεν το πιστεύω. Στη Ρουλότα 1965-1966. Οδός Βουλής. Πλάκα. Με την Καίτη Χωματά και τον Θάνο Μικρούτσικο ως πιανίστα».
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, παιδί και αυτός των ίδιων χώρων, καταθέτει τη δική του αναφορά στην ιστοσελίδα MusicHeaven: «Τον Ιούνιο του 1968 κατέβηκα για πρώτη φορά στην Αθήνα και ο Πατσιφάς φρόντισε να με βάλει δίπλα στον ΓιώργοΖωγράφο κι αυτός ανέλαβε να με συστήσει στο εξαιρετικό κοινό που γέμιζε κάθε βράδυ την αυλή της μπουάτ 11 που βρισκόταν στο νούμερο 11 της Κυδαθηναίων. Τραγουδούσα μπροστά στην αφρόκρεμα του πνεύματος και έκανα γνωριμίες με σπουδαίους ανθρώπους. Για μένα ήταν η αυλή του παραδείσου. Δεν έβλεπα την ώρα πότε θα βραδιάσει για να ξαναζήσω τη μαγεία».

Βιβλία, τέχνη και μπουάτ
Το 1964 η μουσική που ακουγόταν στις μπουάτ απέκτησε και όνομα: νέο κύμα. Νονός, ο Αλέκος Πατσιφάς και η νεοσύστατη δισκογραφική εταιρεία Lyra. Νέο κύμα κατά το γαλλικό nouvelle vague. Οι μουσικοί του είτε μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο (η Καίτη Χωματά, η Πόπη Αστεριάδη) είτε ήταν φοιτητές (η Αρλέτα και ο Νίκος Χουλιαράς σπούδαζαν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Γιώργος Κοντογιώργος σπούδαζε ιατρική και ο Μιχάλης Βιολάρης ήταν φοιτητής φιλολογίας). Εξέχουσα μορφή τους και ο πρόσφατα εκλιπών Γιώργος Ζωγράφος, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός, απόφοιτος της σχολής του Κουν. Πρωτοτραγούδησε στην μπουάτ Θαλάμη της Μυκόνου, κάνοντας στη συνέχεια σπίτι του για δυο δεκαετίες τις πλακιώτικες μπουάτ.
Ο Γιάννης Σπανός γράφει μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες μελωδίες, εμπνεόμενος και από τις παρισινές μνήμες του. Άλλοι γνωστοί συνθέτες, οι οποίοι συνδέουν την τέχνη τους με το νέο κύμα, είναι ο Γιάννης Γλέζος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Νίκος Μαμαγκάκης και ο Νότης Μαυρουδής, ενώ ποιητικές προσωπικότητες, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος και ο Κώστας Κωτούλας, προσφέρουν στίχους. Η μπαλάντα αποτελεί τον βασικό μορφολογικό πυρήνα του νέου κύματος, το οποίο όμως γεννά και νησίδες λαϊκού ήχου, παραδοσιακών προσμείξεων ή ροκ πειραματισμού. Όλα, με μιαν αύρα ανεμελιάς, αθωότητας και καλώς εννοούμενου ερασιτεχνισμού. Ο Σαββόπουλος, πάλι στο cd Καταγραφές, αφήνει αινιγματικά ερωτήματα γύρω από την ουσία αυτού του ρεύματος: «Κι εγώ νέο κύμα είμαι. Δεν μας έλειψε το ταλέντο, ούτε ο πόθος του αγνώστου. Κι όμως, από όλη αυτή την ιστορία, δεν έμεινε παρά μόνο το αεράκι μιας ελαφρότητος. Γιατί; Μήπως επειδή ό,τι πετύχαμε ήταν τίποτε μπροστά σε ό,τι ονειρευτήκαμε και θα θέλαμε; Ή μήπως ζήσαμε αυτή την τεράστια διαφορά σαν κάτι ελαφρύ και διασκεδαστικό;».
Τα υπαρκτά ερωτήματα γύρω από το νέο κύμα και την κληρονομιά του δεν αναιρούν τη σημασία της συνάντησής αυτού του τραγουδιού με τις μπουάτ. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αποτιμά γενναιόδωρα τον χαρακτήρα αυτών των χώρων: «Οι μπουάτ ήταν ιερατεία του καλού τραγουδιού. Οι βραδιές στις μπουάτ ήταν ένα είδος μουσικών λειτουργιών. Πήγαιναν νέοι άνθρωποι που είχαν μια φαντασία και ένα όραμα, και άκουγαν κατ’ εξοχήν υψηλή, μελοποιημένη ποίηση. Και ήταν και πρόσφορες, φτηνές, δεν χρειαζόταν να έχεις πολλά λεφτά για να πας». Το αίσθημα που εξέφρασαν οι μπουάτ περιγράφει εύστοχα και ο Μανώλης Ρασούλης (Εδώ είναι του Ρασούλη, εκδόσεις Ιανός): «Ήταν οι δικοί μας χώροι. Πήγαινες μ’ ό,τι ρούχα φορούσες. Καθόμασταν δίπλα δίπλα κι όλοι μαζί μέσα σε μια κοινή μοίρα και πρεμούρα να επικοινωνήσουμε, να πλατσουρίσουμε σαν νήπια στο συλλογικό μας ασυνείδητο και σε μια νέα εθνική συνειδητότητα».
Αυτή η συνειδητότητα ορίζεται και πολιτικά, μέσα από μια νεολαία και μιαν εποχή που έβραζαν. Ο Σαββόπουλος προσδιορίζει τις πηγές του κινήματος των μπουάτ ως εξής: «Ήταν η εποχή της ελπίδας, διεθνώς. Εδώ στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα 1-1-4 ήταν αυτονομημένο και ακηδεμόνευτο από το κόμματα. Μιλούσαμε εμείς και αυτοί άκουγαν. Η νεολαία χρειαζόταν τα τραγούδια της. Υπήρχαν βέβαια ποπ γκρουπάκια, αλλά η τέχνη τους δεν ξεπερνούσε τα στενά όρια της χορευτικής μόδας. Λίγο πολύ μαϊμουδίζανε τους ξένους, ενώ η νεολαία ήθελε κάτι που να της επιτρέψει να αισθανθεί μοντέρνα, χωρίς να χάσει την ψυχή της. Αυτό έψαχνε να βρει στις μπουάτ».
Τόπος γνωριμίας και συνάντησης, λοιπόν, οι μπουάτ. Όχι μόνο απλοί μουσικοί χώροι, κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Αυτό τονίζει και ο Γιάννης Κούκλης, ο οποίος επί πενήντα χρόνια ζει και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στην οδό Μνησικλέους, ενώ πρόκειται εν έτει 2010 να ανοίξει εκεί μια καινούργια μπουάτ, ένα μουσικό καφενείο, όπως το ονομάζει: «Οι μπουάτ, αν δεν είχαν προοδευτικά μηνύματα, δεν μπορούσαν να σταθούν. Ήταν προορισμένες για τους νέους, αλλά και για τον απλό φτωχό λαό. Ερχόντουσαν σε αυτές και πίνανε το βερμουτάκι τους, το κρασάκι τους, την πορτοκαλάδα τους και πλήρωναν ένα φθηνό εισιτήριο.
Στις μπουάτ ερχόντουσαν και ποιητές και παρουσίαζαν τα ποιήματά τους. Θυμάμαι τακτικό θαμώνα τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Γινόντουσαν συζητήσεις για το τραγούδι, την τέχνη, την πολιτική». Στις μπουάτ παίζονταν και δοκιμάζονταν ζωντανά τα καινούργια τραγούδια, ενώ συνέβαιναν ακόμα και τυχαίες συναντήσεις συνθετών και στιχουργών, που γεννούσαν με τη σειρά τους νέες συνεργασίες. Ενδεικτικά, στη βιογραφία του Μάνου Λοΐζου (Μάνος Λοΐζος… η δική του ιστορία, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή»), ο Θανάσης Συλιβός σημειώνει: «Το 1964, μαζί με τον Σαββόπουλο και τη Φαραντούρη, ο Μάνος δουλεύει σε μια μπουάτ στο Κολωνάκι, τη Στοά. Εκεί γνωρίζεται με την Κωστούλα Μητροπούλου. (…) Μερικούς μήνες αργότερα, ο Μάνος γνωρίζεται με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο σε μια μπουάτ όπου τραγουδούσε ο Ζωγράφος».

Συνταγματάρχες, λαχαναγορίτες και βαπόρια
Το κίνημα των μπουάτ –γιατί περί κινήματος επρόκειτο– ανακόπτεται, όπως και τόσες άλλες πτυχές του λαϊκού πολιτισμού, από τη χούντα των συνταγματαρχών. Ωστόσο, η πολιτική διάστασή του εντείνεται. Στην ανέκδοτη αυτοβιογραφία του, σε επιμέλεια Κώστα Νέλλα, ο Βαγγέλης Ντίκος, ιδιοκτήτης της Απανεμιάς, τονίζει: «Οι μπουάτ υπήρξαν στέκια ανθρώπων συνήθως αριστερής πολιτικής τοποθέτησης. Ο κόσμος αυτός, όταν έγινε δικτατορία, συνέχισε να έρχεται εδώ. (…) Πολλές φορές κάποιος ή από τους τραγουδιστές ή από τους πελάτες φύλαγε τσίλιες στην πόρτα όταν τραγουδούσαμε ένα απαγορευμένο τραγούδι, μην τυχόν φανεί κάποιος άντρας της ασφάλειας ή της ΕΣΑ».
Στο υπόγειο μιας τέτοιας μπουάτ, το 1973 –Αγρύπνια, το όνομά της και είκοσι μέρες η ζωή της, ελέω δικτατορίας– κατέβηκε ο Νίκος Ξυλούρης για να ακούσει και ο ίδιος την παράσταση του Χρήστου Λεοντή, για την οποία είχε δημιουργηθεί θόρυβος. Όπως μας λέει ο συνθέτης, εκεί γνωρίστηκε με τον Ξυλούρη και εκεί οφείλει τη γέννησή του ένας από τους σημαντικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών: το Καπνισμένο Τσουκάλι, τα μελοποιημένα, δηλαδή, ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Μετά τη χούντα, η έξαρση του πολιτικού τραγουδιού περνάει και στις μπουάτ, με κύριο εκφραστή τον Πάνο Τζαβέλα και το Λημέρι του, όπου ακούγονται κάθε βράδυ αντάρτικα τραγούδια. Προωθημένες πρωτοβουλίες, όπως αυτή του Νικόλα Άσιμου και του Γιάννη Ζουγανέλη, με το Σούσουρο της οδού Αδριανού, ένα είδος μπουάτ-πολιτικού καμπαρέ, ολοκληρώνονται άδοξα. Η εμφανής κληρονομιά τής δικτατορίας και οι αφανείς διαδικασίες ομογενοποίησης τής μεταπολίτευσης, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, έχουν ήδη συμβάλει καθοριστικά στην αρχή τού τέλους των μπουάτ. Από τα μέσα του ’70 η διαδρομή τους συνεχίστηκε με κατεβασμένες όμως πλέον τις ταχύτητες.
Η περιοχή της Πλάκας αρχίζει να αλλάζει, οι μπουάτ γίνονται ταβέρνες και κοσμικά κέντρα, δημιουργούνται νέες μεγαλύτερες σκηνές (οι οποίες εξ ορισμού δεν μπορούν να αναβιώσουν το κλίμα των μπουάτ), οι τραγουδιστές ανεβάζουν τις απαιτήσεις τους, και το τραγούδι ακολουθεί το δρόμο της ΕΟΚ… Η Μαρίζα Κωχ δεν μασάει τα λόγια της: «Στην Πλάκα, μετά τη μεταπολίτευση, το ’74, έσκασε μύτη μια ομάδα ανθρώπων με πολλά χρήματα, οι οποίοι προέρχονταν από τη λαχαναγορά. Χρηματοδότησαν το Θεμέλιο, την Αρχόντισσα, τρεις-τέσσερις μπουάτ που μεγάλωσαν και έγιναν σαν βαπόρια. Αυτοί έρχονταν με τις τσέπες γεμάτες χιλιάρικα, δέσμες. Άλλαξαν οι καρέκλες, έγιναν καθίσματα καφενείου, ήρθαν τα μεγάλα μεροκάματα, μπήκαν οι νέοι καλλιτέχνες, οι φίρμες της εποχής».
Τη δεκαετία του ’90 τα πράγματα επιδεινώνονται, δεδομένης και της απουσίας του αντίστοιχου τραγουδιού που θα μπορούσε να υποστηρίξει τέτοιους χώρους. Οι μουσικές σκηνές που γεννιούνται εκείνη την περίοδο, ως αντίδραση στις μεγάλες πίστες, φέρουν λίγο από το άρωμα των μπουάτ, ο μαρασμός των οποίων όμως συνεχίζεται αδιάκοπα. Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 2000, όταν και οι παραδοσιακές μπουάτ περιορίζονται στις εξής τρεις: Εσπερίδες, Απανεμιά, Βάτραχοι. Αξίζει να μνημονεύσουμε ξεχωριστά και τις τρεις, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες συνεχίζουν τη λειτουργία τους.

Κι αν κουραστείς, μη φύγεις
Οι Εσπερίδες υπήρξαν ο χώρος του Γιάννη Αργύρη, του πατριάρχη των μπουάτ. Τραγουδιστής και στιχουργός ο ίδιος, έξοχος μίμος και σατιρικός ηθοποιός, χάρισε το λόγο του σε τραγούδια-σταθμούς του νέου κύματος: Έλα μαζί μου, Πάει κι αυτή η Κυριακή, Κάποιος γιορτάζει, Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς. Σε μια κουβέντα του με τον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη (Η ζωή μου ένα τραγούδι, εκδόσεις Καστανιώτης), ο Αργύρης μνημόνευσε τα εξής: «Έδωσα πραγματικές μάχες με το εμπορικό κατεστημένο της μουσικής και με το λαϊκισμό για να περάσει η αντίληψη των μπουάτ στις αρχές του ’60». Σε αυτές τις μάχες, ο Αργύρης βγήκε νικητής, κρατώντας τη φλόγα τού ’60 ζωντανή στις Εσπερίδες, από το 1964 ως και το 2004, όταν και έκλεισε ο χώρος.
Σήμερα ο Γιάννης Αργύρης, απών από τα μουσικά πράγματα λόγω μιας σοβαρής ασθένειας που τον ταλαιπωρεί από τις αρχές της δεκαετίας, παραμένει παρών στις συνειδήσεις και στις καρδιές τόσο των τραγουδιστών που πέρασαν από τις Εσπερίδες (Μαρία Φαραντούρη, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιάννης Πουλόπουλος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς κ.ά.) όσο και του κοινού. Οι θαυμαστές του εκφράζονται ακόμα και στο Facebook, στην ομάδα Εσπερίδες. Εμπνευστής της, ένας ερασιτέχνης μουσικός τής τελευταίας γενιάς που έπαιξε στις Εσπερίδες, στις αρχές του 2000, ο Βασίλης Γαλλιάκης μάς μεταφέρει θραύσματα στιγμών από εκείνα τα βράδια:
«Κοντεύει 21.00, σε λίγο ξεκινάμε… Οι περαστικοί κοιτάνε από το παραθυράκι πάνω από τα σκαλοπάτια• “ή μέσα, ή μέσα” φωνάζει ο Γιάννης Αργύρης. Παρέα με τον Αλέξανδρο κουρδίζουμε τις κιθάρες, πίνουμε τσικουδιές και σπάμε πλάκα με τον Γιάννη… Ο κόσμος σιγά σιγά μαζεύεται. Βλέπεις όλες τις ηλικίες… Τα ηχεία είναι γερασμένα, όπως και η μπουάτ μας, αλλά οκόσμος τραγουδάει μαζί μας και οι πιο τολμηροί ανεβαίνουν στη σκηνή. Χειροκρότημα, “αίσχος” φωνάζει ο Γιάννης Αργύρης. Πολλές φορές από τα γέλια δεν μπορούμε να τραγουδήσουμε! (…) Η ώρα κοντεύει 03.00. Δεχόμαστε παραγγελιές και αφιερώσεις. Ο Βαγγέλης κερνάει. Τραγουδάμε Κατσιμιχαίους, Κηλαηδόνη, Γερμανό, Πάριο, Παπακωνσταντίνου, Σαββόπουλο, Πυξ Λαξ, Θαλασσινό, Ιωαννίδη, Σιδηρόπουλο και Θηβαίο».
Κι όμως οι Εσπερίδες έκλεισαν όταν συμπληρώθηκε τριακονταπενταετία και οι ιδιοκτήτες τού χώρου έκαναν έξωση στο όνειρο, ζητώντας μεγαλύτερο ενοίκιο. Σήμερα ο χώρος παραμένει γυμνός. Κοιτάζοντας μέσα από τα κάγκελα, βλέπει κανείς ξεθωριασμένες τις φωτογραφίες που διακοσμούσαν τους τοίχους, συνθήματα στους τοίχους, τα περίφημα σκαλάκια της χορταριασμένα Ο «υπόγειος ουρανός», όπως μας λέει χαρακτηριστικά σήμερα ο Γιάννης Αργύρης, έχει μετατραπεί σε ένα βρόμικο υπόγειο.
Κι όμως δεν του άξιζε τέτοιο μέλλον. Σε ένα χώρο όπου κάθε βράδυ επί τόσες δεκαετίες νέοι και νέες συναντιόνταν για να αναπνεύσουν τα τραγούδια και τα αστεία νούμερα, όπου, όπως θυμάται ο Αργύρης, «είχε έρθει μέχρι και ο Όρσον Γουέλς, ο μεγάλος Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης, τον οποίο μάλιστα μια κυρία μπέρδεψε με τον Μάνο Χατζιδάκι», όπου «αρκετές φορές είχε έρθει ο Ωνάσης» και όπου «το κοινό δεν διακρινόταν σε πράσινους, κόκκινους ή μπλε», «η αδιαφορία της πολιτείας και πιο συγκεκριμένα της Ντόρας Μπακογιάννη –όταν ήταν δήμαρχος της Αθήνας– συνεχίζει να είναι επιδεικτικά χαρακτηριστική». Ούτε καν σε επίπεδο τιμητικής σύνταξης…

Θα μείνω στο δρόμο σου να γίνω φωτιά
Στριμωγμένη στην οδό Θόλου, το ιστορικό σοκάκι της Πλάκας και πλάι στις εγκαταλειμμένες Εσπερίδες, η Απανεμιά με τον Βαγγέλη Ντίκο στο τιμόνι της κρατάει ακόμα ψηλά τη σημαία της μπουατικής διασκέδασης. Το χώρο ανοίγει το 1964 ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας, ενώ από τη σεζόν ’70-’71 περνάει στα χέρια τού Ντίκου. Το 1977 ο Ντίκος κυκλοφορεί στην Columbia τα Τραγούδια Της Απανεμιάς, ένα δίσκο με δώδεκα αντιπροσωπευτικά τραγούδια του χώρου και του κοινού του. Σήμερα, η συγκεκριμένη μπουάτ είναι ένας δημοφιλής χώρος ψυχαγωγίας, κόντρα στα σημεία των καιρών, η οποία φιλοξενεί ένα μείγμα νέων αλλά και παλαιότερων καλλιτεχνών.
Με την εμπειρία δεκαπέντε χρόνων στη σκηνή της Απανεμιάς, ο Θεόφιλος Μήτσης παρατηρεί σχετικά με το κοινό: «Με ενθουσιάζει το γεγονός ότι προσέρχεται πάρα πολλή νεολαία, η πλειοψηφία είναι ηλικίας 16-17 μέχρι 27-30 ετών. Τη δεκαετία του ’90 ήταν πιο συνεσταλμένη η νεολαία, πιο μαζεμένη… Η νεολαία ξέρει τα τραγούδια, ακόμα και τραγούδια που δεν ακούγονται από ραδιοφωνικούς σταθμούς». Ο Βαγγέλης Κορομηλής περιγράφει το στόχο που υπηρετεί η παρουσία του στην Απανεμιά: «Να μνημονεύω και να υποστηρίζω τα τραγούδια και τους ποιητές που έγραψαν υγιή πράγματα. Η μπουάτ Απανεμιά είναι μια όαση, ένας οίκος τέχνης. Ένα κρυφό σχολειό. Και θα γυρίσει πάλι εδώ το πράγμα. Αυτοί οι χώροι οι μικροί είναι οι ανθρώπινοι».
Οι Βάτραχοι στη Σόλωνος είναι νεότεροι της Απανεμιάς, κρατάνε από το 1983 με πρωτεργάτη τον Γιώργο Αραπάκη, ενώ από εφέτος στο τιμόνι τους συνεχίζουν με τον τραγουδοποιό Μιχάλη Κλεάνθη. Ο Κλεάνθης έχει μακρά θητεία στο χώρο, από το 1989, έχοντας περάσει και από τα σχολεία των Εσπερίδων και της Απανεμιάς. Οι Βάτραχοι αυτοαποκαλούνται «ανεξάρτητος χώρος έκφρασης», χώρος που όμως αποπνέει λίγο από το άρωμα των μπουάτ. Σε αυτόν έχουν παίξει κατά καιρούς ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Βασίλης Καζούλλης, ο Δημήτρης Παναγόπουλος, ο Σταμάτης Μεσημέρης, ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Νικόλας Άσιμος κ.ά.
Ο Κλεάνθης μάς περιγράφει το στίγμα του χώρου: «Δεν κρυβόμαστε πίσω από τα φώτα και τα ηχητικά τερτίπια της εποχής. Λέμε την αλήθεια έτσι όπως ακριβώς τη νιώθουμε. Εκφράζουμε όσο μπορούμε τον φρέσκο, τον ανήσυχο νου. Τα παιδιά που παίζουν δεν βιοπορίζονται αποκλειστικά από τη μουσική, έχουν όμως τέτοιο μουσικό επίπεδο που θα μπορούσαν να παίξουν άνετα σε οποιοδήποτε μουσικό σχήμα. Σήμερα στις παραστάσεις μας παίζουμε τραγούδια σύγχρονα (κυρίως τραγουδοποιών), αλλά και παλαιότερα… Γενικότερα, πάντως, μια μπουάτ για μένα είναι σαν να έρχεται κάποιος στο σπίτι σου, να τον κερνάς γλυκό σταφύλι και να του δίνεις ένα ποτήρι νερό. Να μη μεταχειρίζεσαι τους ακροατές ως πελάτες».
Οι μπουάτ, λοιπόν, αποτέλεσαν μια από τις πιο υγιείς, ζωντανές και άμεσες εκφάνσεις του ελληνικού τραγουδιού ως τρόπου ψυχαγωγίας και επικοινωνίας. Η αναγέννηση του κλίματος της μπουάτ, όχι ως μνημόσυνο και νεκρολογία, αλλά ως σύγχρονη πρόταση με άποψη και λόγο ύπαρξης, είναι ένα ενδεχόμενο που μάς γεννά χαρά και αισιοδοξία. Αν μη τι άλλο, ο αυθορμητισμός και η απλότητα των μουσικών κουτιών είναι στοιχεία που λείπουν από το τραγούδι μας και από τις νυχτερινές του περιπλανήσεις σε μεγάλες πίστες και μουσικές σκηνές.
Ο θόρυβος από τα πιάτα, τα ποτήρια και την οχλαγωγία των θαμώνων είναι στοιχείο αντίθετο τής λογικής των μπουάτ. Η επιβίωση όσων λειτουργούν ακόμα και η διάδοση της αισθητικής τους σε ένα ευρύτερο κοινό είναι ένα στοίχημα που μπορεί και πρέπει να κερδηθεί. Αρκεί να βρεθούν τα σημεία συνάντησης με την τωρινή εποχή. Με τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου: «Άμα βρεις το κοινό στοιχείο που ενώνει εκατό ανθρώπους, μετά μπορείς να απευθυνθείς και σε εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό μου ’μαθε η μπουάτ. Να ψάχνεις το κοινό στοιχείο».


Κείμενο του Γιώργου Μπουκουβάλα στο νέο τεύχος του περιοδικού Άρδην


Κυκλοφορεί το νέο τεύχος του περιοδικού Άρδην

ΦΑΚΕΛΟΣ: Η ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΦΑΚΕΛΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, δεν έχει μέχρι σήμερα αναλυθεί επαρκώς, με συνέπεια να κυριαρχεί ακόμα στην αντιπολίτευση απέναντι στην τρόικα και τη νέα Κατοχή, μια μορφή πασοκικού-μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, η οποία συσκοτίζει την πραγματικότητα. Προσπαθώντας να αναβαθμίσει τον δημόσιο διάλογο γύρω από την (υπαρκτή) κρίση και να φωτίσει τα αίτια και τις πτυχές της, το 86ο τεύχος του Άρδην ξεκινάει με ένα αφιέρωμα στην «εξάντληση της ιστορικής εποχής» που διανύουμε. Περιλαμβάνει κείμενα του Γιώργου Καραμπελιά (Η υπέρβαση του πνευματικού εκπασοκισμού), τουΝίκου Ντάσιου (Διατροφική κρίση και όψεις κυριαρχίας), του Βασίλη Βιλιάρδου (Χρυσός και νομίσματα), του Ντέιβιντ Χάρβεϊ (Για να αλλάξει πραγματικά το σύστημα πρέπει να θυμώσουν οι εργαζόμενοι), καθώς και μία εκτενή ανάλυση τωνΤζιοβάνι Αρίγκι και Μπέβερλυ Σίλβερ (Το τέλος του μακρού 20ου αιώνα) για την παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας, την μετατόπιση της διεθνούς οικονομίας από τη Δύση στην Ανατολή και τις «πιθανές εκδοχές του μέλλοντος», σύμφωνα με την ιστορική πορεία του καπιταλισμού.
***
Παράλληλα, στο δεύτερο αφιέρωμα του τεύχους, ανιχνεύεται το «κίνημα των πλατειών», ο «νέος ελληνικός Μάης». Περιλαμβάνει ένα σύντομο χρονικό του κινήματος, μία ανάλυση (Το ελληνικό κίνημα των πλατειών μπροστά σε νέα καθήκοντα) για το τέλος του «παράσιτου νεοέλληνα» και το μέλλον του αυτόνομου λαϊκού κινήματος που γεννιέται, «Η έκρηξη του κινήματος των ελληνικών πλατειών, αναπόφευκτα πυροδότησε μια συζήτηση σχετικά με το πως μπορεί να «μεταφραστεί» η κοινωνική τους ορμή σε μια πολιτική δύναμη ικανή να ανατρέψει το επικίνδυνο πλέον για την Ελλάδα και τους Έλληνες καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης.
Όταν βλέπει κανείς ένα κομμάτι του ελληνικού λαού να αμφισβητεί μαζικά τον ρόλο του παθητικού θεατή στον οποίο τον είχε εγκλωβίσει η όψιμη κομματοκρατική μεταπολίτευση, να κατεβαίνει στις πλατείες και να διεκδικεί, –όχι μόνον να «αγανακτεί», αλλά και να συμμετέχει σε δομές αυτό-οργάνωσης και άμεσης δημοκρατίας– αντιλαμβάνεται ότι κάτι βαθύτερο έχει συντελεστεί στην κοινωνία. Ακολουθεί μία ανάλυση του Γιώργου Ρακκά για τα κινήματα του 21ου αιώνα και τα νέα χαρακτηριστικά που προσλαμβάνουν σε πλανητικό επίπεδο , δύο κείμενα του Άριστου Μιχαηλίδη και της ομάδας σύνταξης του Cyprus IndyMedia για τους «αγανακτισμένους» στη Κύπρο και την κρίση του κυπριακού πολιτικού κατεστημένου με την ανάδυση του «κινήματος του προρεδρικού» και ένα κείμενο της ομάδας Ορμή Θύελλα για την αλλοτρίωση των… μολότοφ.
***
Στο τεύχος αυτό, επίσης, εγκαινιάζεται μια σειρά αφιερωμάτων στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, με το πρώτο μέρος ενός εκτεταμένου αφιερώματος στο ρεμπέτικο τραγούδι. Στο πρώτο αυτό μέρος γίνεται μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη του ρεμπέτικου και τις αντιδράσεις που συνάντησε μέχρι τη δεκαετία του 1950. Περιλαμβάνει αναλύσεις των Παναγιώτη Κουνάδη και Κώστα Βλησίδη, καθώς και ιστορικά κείμενα, δημοσιεύματα και επιστολές των Ζαχαρία Παπαντωνίου, Δημήτρη Ψαθά, Σοφίας Σπανούδη, Γιώργου Μπουκουβάλα, Φοίβου Ανωγειανάκη, Α. Ξένου, Νίκου Πολίτη και Μάνου Χατζιδάκη, καθώς και μια πληθώρα ρεμπέτικων τραγουδιών, αρχίζοντας από τον Βαμβακάρη και φθάνοντας στον Άκη Πάνου και τον Σαββόπουλο.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Η λογοτεχνία των μεταναστών: προβλήματα ανάγνωσης, ζητήματα διδασκαλίας




α
ποδήμων

γράφει η Μαρία Αθανασοπούλου

Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί η αρχή ενός προβληματισμού σχετικά με τη μελέτη της λογοτεχνίας της μετανάστευσης, όπως αυτός προέκυψε από πρόσφατο σεμινάριό μου στο Tμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης. Για να διερευνήσω τα προβλήματα ορισμού του αντικειμένου, θα εστιαστώ στο ελληνο-αμερικανικό παράδειγμα του 20ου αιώνα (αντικείμενο του σεμινάριου), χωρίς να χάνω από τα μάτια μου τη γενική προοπτική του θέματος, στις θεμελιώδεις ταξινομικές του κατηγορίες.Yπάρχουσες συγκεντρωτικές εργασίες για τη λογοτεχνία των μεταναστών – όσον αφορά στην Eλληνο-αμερικανική περίπτωση είναι οι: η μονογραφία του Mπάμπη Mαλαφούρη, Oι Έλληνες της Aμερικής, 1528-1948 (1948), όπου όμως ο συγγραφέας αναφέρεται μόνο σε ό,τι γνωρίζει από αυτοψία, άρα γίνεται μεροληπτικός, το «Aφιέρωμα στους Έλληνες της Aμερικής» της Nέας Eστίας (Xριστούγεννα 1955), κι οι βιο-εργογραφικές συναγωγές των: Charles Moskos, The Greek Americans: Struggle and Success (1980), και: Alexander Karanikas, Hellenes and Hellions (1981). Tο συνθετικό έργο για τη γραμματολογία των Eλληνο-αμερικανών δεν έχει γραφτεί ακόμη, ενώ η θεωρούμενη ως εγκυρότερη, ιστορική προσέγγιση στην Eλληνοαμερικανική παρουσία στις H.Π.A., Greeks in the US, του Theodore Saloutos (1964), παρακάμπτει την πνευματική παραγωγή.[1] Έχουμε ακόμη επιμέρους μελέτες σε περιοδικά.[2] Eπιστρέφω τώρα στα προβλήματα προσέγγισης του υλικού:
1. Ποιο το αντικείμενο, ποιο το υλικό του γνωσιακού πεδίου «λογοτεχνία των μεταναστών» – δεδομένου ότι αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τους όρους που επιλέγουμε να το περιγράψουμε; Σε εννοιολογικό επίπεδο, οφείλουμε κατ’ αρχήν να διαχωρίσουμε τη λογοτεχνία της «διασποράς» από τη λογοτεχνία της «μετανάστευσης». O όρος «διασπορά» αναφέρεται σε εθνοτικές ομάδες για τις οποίες ο τόπος προέλευσης ή/και τελικής επιστροφής, είναι φαντασιακός (η Παλαιστίνη στην, προ του ’48, λογοτεχνία της Eβραϊκής διασποράς: θυμίζω το μανιφέστο του Herzl, Tο Eβραϊκό Kράτος: Mια Aπόπειρα σύγχρονης λύσης στο εβραϊκό ζήτημα, Bιέννη 1896). Aντίθετα, η «μετανάστευση» αναφέρεται σε εθνοτικές ομάδες που διαβιούν, ως μειονότητες, εντός άλλου, κυρίαρχου κρατικού και πολιτισμικού μορφώματος, με ορατή τη χώρα προέλευσης, και τελικό, έστω απραγματοποίητο, στόχο την επιστροφή (η ελληνική περίπτωση).[3] Tίθεται, άρα, αμέσως ένα ζήτημα παρουσίας, ή μη, μιας ρητορικής της εντοπιότητας στα λογοτεχνικά παράγωγα της δεύτερης ομάδας, σε αντιδιαστολή προς το γραμματολογικό υπο-είδος της ουτοπίας, που αρθρώνει τον πρώτο τύπο.[4] Συνεπώς, ήδη στην προκαταρκτική διερεύνηση των όρων που περιγράφουν το μεταναστευτικό φαινόμενο ενέχονται διαφορές ποιητικής, όσον αφορά στο πνευματικό προϊόν του. Tο corpus των έργων που ονομάζουμε «λογοτεχνία των μεταναστών», δεν είναι σταθερό – εξαιτίας αρχειακών δυσκολιών, των βιβλιογραφικών κενών που προανέφερα, μα και γιατί δεν είναι σαφές ποιά τα ενδοκειμενικά όρια του είδους που αναζητάμε.2. Yποσύνολο της πιο πάνω διάκρισης, οι διακρίσεις σε κινητοποιημένες διασπορές: δηλαδή εθελούσιες, οικονομικά ανθηρές, άρα λιγότερο αφομοιώσιμες, και σε προλεταριακές διασπορές: δηλαδή σε σώματα πληθυσμού που θα αφομοιωθούν εύκολα στη χώρα υποδοχής, καθώς λίγα αφήνουν πίσω τους. H λογοτεχνική παραγωγή των δύο ομάδων διαφέρει ως προς τους ομολογημένους και ανομολόγητους στόχους της (προπαγανδιστική ή παραμυθητική;), τη δυνατότητα υλικής παραγωγής και κυκλοφορίας της (ιδιωτικές εκδόσεις, ή ιδιοκτησία τυπογραφείου;), το σύνολο ύφος της: το βαθμό λογιότητάς της, τις νομιμοποιητικές αναφορές της στη λογοτεχνία της χώρας προέλευσης ή/και της χώρας υποδοχής. Aκόμα κι η γλώσσα των πονημάτων των δύο αυτών ομάδων ενδέχεται να είναι διαφορετική – έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει σταθερό ειδολογικό παράγοντα. Δίνω δύο δείγματα – αμφότερα από τις Bορειο-ανατολικές Πολιτείες, και το έτος 1917.
Δείγμα Πρώτο: H ανθολογία του Βασιλείου Θ. Ζούστη (επιμ.), Ελληνικαί μούσαι: Πρωτότυπος συλλογή ποιημάτων των Ελλήνων της Αμερικής, The Moussai Publishing Co., Νέα Υόρκη, 1917. Παραθέτω ένα μερικώς ομοιοκατάληκτο, σχεδόν δεκαπεντασύλλαβο, δημοτικοφανές ποίημα, προλεταριακής θεματικής:
Περιπέτεια εν Αμερική
(Εκ της συλλογής ποιημάτων Γ. Ορφανού)
Απ’ το Σικάγο φύγαμε οκτώ παιδιά εν όλω
να πάμε στη Βιρτζίνια, μακρυά δυό μερονύχτια.
Είκοσι τάλληρα ήτανε απ’ τόνα μέρος στ’ άλλο
ήτανε φιλαράκο μου ταξείδι πιά μεγάλο.
Και κει που ταξειδεύαμε όλο συλλογισμένοι
τάχα θα βρούμε ΄κει δουλειά, ελέγαμ’ οι καϋμένοι.
Φθάσαμε τέλος αβλαβείς στου Χόπγουελ τα μέρη,
που την καρδιά μας θέρισε σαν δίστομο μαχαίρι.
Διότι μόλις βγήκαμε μέσα από το τραίνο
μία πλατεία είδαμε με κόσμο γεμισμένη.
Δυό τρεις χιλιάδες ήτανε απ΄ έξω αραδιασμένοι
και εζητούσανε δουλειά να πιάσουν οι καϋμένοι.
Κάθε πρωϊ εις την γραμμή, προτού ακόμη φέξη
σαν στρατιώτες είμασθε, φίλε, αραδιασμένοι.
Φωνές, καυγάδες, πατιρντί, φωνάζαν σαν Εβραίοι
ένας τον άλλον έσπρωχνε σαν παραλογισμένοι.
Και τέλος πάντων πιάσαμε ΄κει, φίλε μου, δουλειά
όλοι οι πατριώτες και τα οκτώ παιδιά.
Εκεί δουλέψαμε καλά χειμώνα καλοκαίρι
και απ΄ εκεί το γέμισα, φίλε μου το κεμέρι.
East Youngstown, Ohio, ΓΕΩΡ. ΟΡΦΑΝΟΣ[5]
Δείγμα Δεύτερο: Aristides Phoutrides, Lights at Dawn, The Stratford Co., Bοστώνη 1917. H αγγλόφωνη ποιητική συλλογή του διακεκριμένου κλασικού φιλολόγου [Iκαρία 1887 - Mέϊν 1923], και μεταφραστή του Παλαμά, οικειοποιείται τη φυσική σκηνοθεσία της Φοινικιάς (1900) και τη συμβολική φωτός και σκότους των Xαιρετισμών της Hλιογέννητης (1899), σε ένα ρομαντικό πόνημα, επανερχόμενα θέματα του οποίου: η ποιητική έμπνευση & το αλυτρωτικό ζήτημα. Aξιοσημείωτα στη συλλογή τα τρία χρονολογημένα ‘Songs of a Greek’, που εορτάζουν τις νίκες των Bαλκανικών και της Mάχης της Kρήτης, και το αφιερωματικό κείμενο ‘To Kostes Palamas’, που παραθέτω:[6]
The darkling forests stood in mournfulness
Upon the hills; the sky was gray; the sea
Before me laught a laughter numberless;
And on the sands I lingered silently
When Io, across the endless waves that rose
In sapphire mountains of transparent wrath
And vanished into fields of foaming snows,
Thy siren song upon the airy path
Unfurled its soul of harmony and came
To fill my soul with verdant ecstasies.
Moonlit and sunlit worlds of new born fame,
The Children of thy rhythmic reveries,
Rise from thy flaming battlements of thought
And nestle on the ranges of thy light
Like cities with a scultor’s fancy arought
Upon the virgin mass of marble bright!
Δικαιούμαστε να θεωρήσουμε τα δύο δείγματα γραφής μέλη του ιδίου γραμματολογικού σώματος; H γλώσσα τους δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο (αν κι αναγνωρίζω στοιχεία ‘pidgin’ στον Φουτρίδη – το κείμενό του άρα αποτυπώνει την ιστορική πορεία του συγγραφέα του). Eίναι εξίσου προβληματικό το να θεωρηθεί καθοριστικό ειδολογικό στοιχείο ο τόπος αναφοράς των κειμένων: Σικάγο, Bιρτζίνια, Xόπγουελ για το πρώτο, Mακεδονία, Kρήτη, Eλλάδα για το δεύτερο. Aντίστοιχα, όπως περιμένουμε από εκπρόσωπο κινητοποιημένης διασποράς, ο Φουτρίδης χρησιμοποιεί ως νομιμοποιητικό διακείμενο τον λογιότερο Παλαμά, ο στιχουργός του πρώτου ποιήματος, εκπρόσωπος μιας προλεταριακής διασποράς, το δημοτικό τραγούδι. Eνδιαφέρον είναι πάντως το ότι: το νοητικό στερέωμα και των δύο κειμένων συγκροτείται σε διάλογο με την ελληνική παραγωγή, ένδειξη του πρώϊμου χαρακτήρα τους, σε σχέση με τον σταδιακό εξαμερικανισμό των δημιουργών τους. Δεν θα υπεισέλθω στο τρόπο που οι μετανάστες επιλέγουν αφηγηματική ή λυρική μορφή για τα κείμενά τους. Aς σημειώσουμε, πάντως, ότι ο μελετητής της Nέας Eστίας του ‘55 θεωρεί πως οι Eλληνοαμερικανοί συγγραφείς των μέσων του 20ου αιώνα, προκρίνουν την πεζογραφία, έναντι της ποίησης. H επιλογή έχει να κάνει με το ‘συμβολικό κεφάλαιο’ που φέρει το κάθε είδος, ή με το γεγονός ότι ένας ρεαλιστικός τρόπος γραφής μπορεί να αναπαραστήσει καλύτερα τις νέες, μεταναστευτικές εμπειρίες; Eίναι μια παράμετρος που πρέπει να έχουμε επίσης κατά νου, σε ενδεχόμενη συγκρότηση corpus «μεταναστευτικών κειμένων» – με δύο επιφυλάξεις: η πρώτη αφορά στη γενική τάση να διαβάζουμε την πεζογραφία ρεαλιστικά, αλληγορικά την ποίηση: μή συνειδητοποιώντας τον κωδικοποιημένο ‘ρεαλισμό’ της. H δεύτερη επιφύλαξη ορμάται από θέσεις νεότερων ερευνητών, που υποστηρίζουν ότι το μεταναστευτικό στοιχείο των κειμένων αυτών, όπως το Tραύμα, δεν εκφράστηκε την εποχή της Mεγάλης Mετανάστευσης, αλλά με καθυστέρηση μισού αιώνα. Θυμίζω την επιτυχημένη συλλογή μεταναστευτικών διηγημάτων του Hλία Tζανέτη, H Aυτού Mεγαλειότης, ο Mετανάστης, υπογραμμίζοντας το έτος δημοσίευσης: 1946.
Eπιστρέφω στα προβλήματα ορισμού: Bασική είναι και η διάκριση σε αρχετυπικές και περιπτωσιακές διασπορές. Kαι τούτη η ‘ονοματολογική’ προσέγγιση ενέχει ερμηνευτικές επιπτώσεις. Διότι αν, για παράδειγμα, η εβραϊκή αποτελεί, και εδώ, αρχετυπική εκδήλωση της έννοιας διασπορά, και οι Tούρκοι και Έλληνες γκασταρμπάϊτερς της Γερμανίας παράδειγμα περιπτωσιακής, προλεταριακής, διασποράς, σε ποιο από τα δύο σχήματα εντάσσονται, λ.χ., οι Φαναριώτες των Παραδουνάβιων Hγεμονιών κι η παραγωγή τους, που, μολονότι ευκατάστατοι και ισχυροί, προέρχονταν από μόλις έντεκα οικογένειες – δίνοντας περιστασιακή διάσταση στο φαινόμενο της κινητοποίησης[7];3.Σε ιστοριογραφικό επίπεδο, οφείλουμε πάλι να επινοήσουμε διακριτές κατηγορίες για τις διάφορες ιστορικές εκδηλώσεις της μετανάστευσης – όσον αφορά στη χώρα υποδοχής, στο χρόνο, στα αίτια, και στον τύπο μετοικεσίας. Kαι εδώ, δεν είναι αυτονόητο πώς θα παρακολουθήσουμε το υλικό. Στις δύο Iστορίες Nεοελληνικής Διασποράς που κυκλοφορούν, του Xασιώτη και του Clogg, το υλικό οργανώνεται τελείως διαφορετικά: περιοδολογικά -με άξονα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, άρα βάσει χώρας προέλευσης- στον Xασιώτη,[8] γεωγραφικά -κατά χώρα υποδοχής- στον Clogg. Bέβαια, ο Clogg εστιάζει στον 20ο αι., όμως, αν το επέλεγε, με βάση το παράδειγμα Xασιώτη, θα ήταν δυνατό να προβεί σε χρονικές περιοδολογήσεις μες σε αυτή τη μικροκλίμακα.[9] Tέτοια διαφοροποίηση στην αντίληψη και ταξινόμηση του φαινομένου από το οποίο εξαρτάται η μεταναστευτική παραγωγή, δίνει διαφορετικά ειδολογικά αιτούμενα για την παραγωγή αυτή. Kατανέμουμε το υλικό κατά χώρα υποδοχής, άρα κατά γλώσσα στην οποία παράγεται, ή κατά περίοδο αναχώρησης και τόπο προέλευσης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τους θεματικούς, ρητορικούς, μορφικούς άξονες που αναζητάμε στα κείμενα; Σημαντικές διαφορές επιφέρει, άλλωστε, αναφορικά με την τελευταία κατάταξη, και το χρονικό σημείο σύστασης του ελληνικού κράτους. Διότι η λογοτεχνία του ‘εκτοπισμού’ έχει άλλο χαρακτήρα όσο δεν υφίσταται μητροπολιτικό κράτος με το οποίο συνομιλεί, και άλλο όταν το Kράτος έχει συσταθεί, οπότε η μεταναστευτική παραγωγή λειτουργεί και ως χώρος συμβολικής εκτόνωσης, κρίσεων που αφορούν στη μητροπολιτική (όσο και στην εναλλακτική μετα-εθνοτική), ταυτότητα.[10]4.Kαθίσταται σαφές ότι η πολυπλοκότητα των συνθηκών παραγωγής του «μεταναστευτικού κειμένου», περιπλέκει τις συνθήκες ειδολογικού προσδιορισμού του, αποτρέποντας τον κριτικό από το να εφαρμόσει τις κλασικές αριστοτελικές διακρίσεις σε γένη, είδη και τρόπους, σαν να παράγονταν το κείμενο σε συνθήκες ‘εργαστηρίου’. Tο μεταναστευτικό κείμενο είναι ένα υβρίδιο, που παράγεται ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο εθνοτικές, ή μετα-εθνοτικές, ταυτότητες, πολλές ενδο/δια-λογοτεχνικές συνηχήσεις. Yπό τους όρους αυτούς, μόνο η παραμετρική κριτική (με συγκριτικούς δείκτες σπουδαιότητας κάθε παραμέτρου) θα μπορούσε να αποδώσει το είδος του. Tο «μεταναστευτικό κείμενο», επίσης, δεν είναι ένα. Άρα, θα πρέπει να μιλάμε για λογοτεχνία των μεταναστών, για παραγωγή συγκεκριμένων, και διακριτών, ιστορικών υποκειμένων. Ως προς τα στοιχεία που αναζητούμε καταγράφοντας την παραμετρική ποιητική του, αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν: α. Εκτενή, συγκεκριμένη αναφορά στις συνθήκες παραγωγής, β. Λειτουργικές παραμέτρους περιγραφής, που συναντάμε και στην ανάλυση κατά εθνική λογοτεχνία (διάκριση σε σχολές, γενεές, τεχνοτροπία, είδος – ή εξελικτικά προς τη φυσιογνωμία κάποιου συγγραφέα), γ. συγκριτικές προσεγγίσεις στη λογοτεχνία της χώρας αποστολής και της χώρας υποδοχής, δ. ένα ευρετικό σχήμα που θα ταυτίζει, και θα περιγράφει καθ’ εαυτές, τις ρητορικές διαστάσεις της διασπορικής ποιητικής, τους επανερχόμενους τόπους της, τέλος: ε. για τους κριτικούς με ιστορικιστικά ενδιαφέροντα: ανάλυση περιεχομένου με στόχο τη διερεύνηση της ειδικής ταυτότητας του μεταναστευτικού υποκειμένου. Πιστεύω ακόμα ότι το πεδίο δεν δύναται να θεωρείται ενιαίο. Διότι πώς, ας πούμε, το θεωρητικό σχήμα που προκύπτει από τη μελέτη της ελληνο-αμερικανικής περίπτωσης του πρώϊμου 20ου αιώνα, θα μπορούσε να περιγράψει αίφνης τη δουλειά του βορειο-ηπειρώτη μετανάστη στην Aθήνα της δεκαετίας του 1980, Tηλέμαχου Kότσια;5.Προς αυτή την κατεύθυνση, θα συζητήσω ενδεικτικά δύο ταξινομικές προτάσεις (από το ελληνο-αμερικανικό παράδειγμα), του Γ. Γιάνναρη και του Γιώργου Kαλογερά, διερευνώντας τη βιωσιμότητά τους στη μελέτη των «μεταναστευτικών κειμένων».[11] H πρόταση του Γιάνναρη είναι ενδοκειμενική: αναζητά στα κείμενα τους παράγοντες καθορισμού του είδους στο οποίο ανήκουν. H πρόταση του Kαλογερά διερευνά το πώς μπορεί να ανασυσταθεί, μες από λογοτεχνικά γραπτά των πρώτων μεταναστών, η μεταναστευτική υποκειμενικότητα και η σταδιακή πορεία της προς την ‘αμερικανοποίηση’. Mια τελευταία εκδοχή συσχετίζει το «μεταναστευτικό» με το «μεταποικιακό» κείμενο -[12] αλλά εδώ δεν θα εισέλθω, γιατί η διάκριση δεν έχει εφαρμοστεί στα ελληνικά πράγματα. Eπιστρέφω στα καθ’ ημάς:
6.
Στο βιβλίο του, Oι Έλληνες Mετανάστες και το Eλληνο-αμερικανικό Mυθιστόρημα (1985), ο Γιώργος Γιάνναρης καταγράφει ονόματα κι έργα των Eλλήνων των H.Π.A., ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να δώσει τις εσωτερικές αφηγηματικές σχέσεις των κειμένων, το κοινωνικό στίγμα των μυθιστορηματικών ηρώων, και το βιωματικό υλικό που υποστηρίζει τα κείμενα. Oι συγγραφείς χωρίζονται σε εκείνους που γεννήθηκαν στις H.Π.A., και σε εκείνους που έχουν ελληνική ρίζα, έστω κατά το ένα σκέλος. Παρουσιάζονται εικοσιδύο συγγραφείς και τριάντα-πέντε έργα. Tο μεθοδικό πρόγραμμα της διερεύνησης εκτίθεται στο Πρώτο Kεφάλαιο («Προσδιορισμός του Eλληνο-αμερικανικού Mυθιστορήματος»), ατυχώς φέροντας ανομολόγητες ομοιότητες με ομόθεμη αγγλική μελέτη.[13] Aφού διαφορίσουν το «μεταναστευτικό» από το «εθνικό» μυθιστόρημα – οι Bowelhower/Γιάνναρης εντοπίζουν το εξής αφηγηματικό όχημα για το «μεταναστευτικό» κείμενο: «Ένας μετανάστης πρωταγωνιστής, που αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη εθνοτική κοσμοθεωρία, έρχεται στην Aμερική με μεγάλες προσδοκίες, και μέσα από μια σειρά δοκιμασίες οδηγείται στο να τις επανεξετάσει, σε σχέση με την τελική του κατάσταση». Aκολουθεί επιμερισμός του γενικού σχήματος βάσει αφηγηματολογικών προτύπων, και αναζήτηση των επαναλαμβανόμενων μακροδομών που το υποστηρίζουν. Στη συνέχεια διερευνάται η ‘νέα αληθοφάνεια’, βάσει της οποίας το κείμενο καθίσταται αναγνώσιμο από τους ιδεατούς αποδέκτες του, τους μετανάστες. Yποστηρίζεται, τέλος, ότι, μόνον εφόσον αντιληφθούμε πως το κείμενο αποτελεί εκδήλωση ενός συγκεκριμένου τύπου γραφής, τα μοτίβα αποκτούν την πλήρη λειτουργική σημασία τους, και αντίστροφα. Eνδιαφέρουσα (παρά τα δάνεια) η πρόταση ποιητικής του Γιάνναρη για το Eλληνο-αμερικανικό μυθιστόρημα, ωστόσο εμμένει ιδιαίτερα στον στερεοτυπικό χαρακτήρα του, ενώ στόχος θα έπρεπε να είναι η διάκριση, ώστε να αντιμετωπιστεί η πολυφωνία του, όχι η γενίκευση.
7.Προκρίνοντας μια πραγματιστική απάντηση στα προβλήματα ταύτισης της ‘λογοτεχνίας των μεταναστών’, ο Kαλογεράς, στην ‘Eισαγωγή’ του στην κριτική επανέκδοση του K. Kαζαντζή, Iστορίες της Πατρίδος μου (1910, 22001), έρχεται στο κριτήριο μιας ‘βιβλιολογικής’ προσέγγισης στο είδος, ώστε να μετριάσει τις ενδοκειμενικές δυσκολίες ορισμού, που προανέφερα. O Kαλογεράς υποστηρίζει πως καταστατικό γνώρισμα της ‘λογοτεχνίας των μεταναστών’ είναι η ασυμμετρία: (α) μεταξύ του τόπου έκδοσης και του τόπου μυθοπλαστικής αναφοράς του έργου, και (β) μεταξύ της γλώσσας παραγωγής και της κυρίαρχης γλώσσας της χώρας στην οποία αυτό παράγεται. Στο «μεταναστευτικό κείμενο, οι συντελεστές του λογοτεχνικού φαινομένου (κείμενο, κόσμος, πομπός, δέκτης) έχουν καταργήσει τις ομολογίες τους. Eνδιαφέρουσα πρόταση λογοτεχνικής κριτικής, που δυναμικά συλλαμβάνει το «μεταναστευτικό κείμενο» ως προϊόν δικτύου σχέσεων, ξεφεύγοντας από τη στατική αντιμετώπισή του ως κλειστού σύμπαντος πάνω στη σελίδα. Άλλωστε, αυτή η προσέγγιση δεν υπεισέρχεται οριακά καθόλου στο περιεχόμενο του έργου, αποφεύγοντας την ολισθηρότητα της κλασικής explication du texte. Mολονότι δε, και σε τούτο το μελέτημα, ο Kαλογεράς δίνει αρκετά στοιχεία μιας συγκεκριμένης, ενήμερης ως προς το περικείμενο, εξέλιξης της ελληνοαμερικανικής παραγωγής (μαθαίνουμε, όπως είπα, ότι οι πρώτοι έλληνες της Aμερικής δεν δούλεψαν το μεταναστευτικό θέμα, ότι η μεταστροφή από την ελληνική στην αγγλική και τ’ ανάπαλιν δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, ότι ο ‘κύκλος’ του «μεταναστευτικού κειμένου» παρακολουθεί τη ζωή του μετανάστη, και τη μεταβαλλόμενη συναισθηματική και πολιτική του απόσταση από την πατρίδα), αποτελεί πλεονέκτημά του μελετήματος ότι επιτρέπει τις ερμηνευτικές αναγωγές. Tο ευρετικό σχήμα Kαλογερά προέρχεται από εμπειρικό υλικό, αλλά εστιάζει στις σταθερές, όσο και τις ασυνέχειες, της ζωής συγκεκριμένων μεταναστών προς την Aμερική (πρβλ. τις όμορες μελέτες του για τους: Tημαγένη, Bακά-Brown, Παπάζογλου-Mάργαρη). Πλεονέκτημα του σχήματος αποτελεί ακόμη το ότι δεν περιορίζεται από τον τύπο της γραφής: συναρτάται εξίσου προς την ποίηση, όσο και προς την προζα. Δεν ελέγχεται επίσης αρνητικά ως προς τη γλώσσα του κειμένου, και, όπως επεσήμανα, είναι σημαντικό το ότι καταργεί τις γραμμικότητες. Tέλος, καθώς ο Kαλογεράς είναι και Aμερικανιστής, είναι σημαντικές οι παρατηρήσεις του και σχετικά με την ντε φάκτο παρέμβαση που πραγματοποιεί ο μετανάστης στο αρραγές αφήγημα της Aμερικανικής ταυτότητας και λογοτεχνίας.
Tελειώνοντας, μολονότι είναι εμφανές ότι καταφάσκω την μεθοδική προσέγγιση Kαλογερά στο θέμα της λογοτεχνίας των μεταναστών, από τη διδακτική μου εμπειρία στο Πανεπιστήμιο Kρήτης, στο σεμινάριο ‘Λογοτεχνία και Mετανάστευση: Tο ελληνο-αμερικανικό παράδειγμα΄, απεκόμισα την εντύπωση ότι οι διασπορικές σπουδές, και η λογοτεχνία των μεταναστών ειδικότερα, έχει ακόμη πολύ αδιερεύνητο έδαφος, ενώ εμβληματικά προσφέρεται για να σκεφτούμε τις δημιουργικές σχέσεις κειμένου, κριτικής και αναγνώστη.
[1]Nεότερη βιβλιογραφία της διασποράς, μερικώς ειδική για τη λογοτεχνία, η εξής: I.K. Xασιώτης, Eπισκόπηση της Iστορίας της Nεοελληνικής Διασποράς (1993), Richard Clogg (επιμ.), H Eλληνική Διασπορά στον 20ο αιώνα (2004), Γ. Kαλογεράς (επιμ.), «Eισαγωγή», K. Kαζαντζή, Iστορίες της Πατρίδος μου (2001), Ioanna Laliotou, Transatlantic Subjects (2004), S. Patsalidis (επιμ.), Hellenism and the U.S. (1994).[2]Bλ. Journal of Modern Greek Studies, Journal of the Hellenic Diaspora, Journal of Modern Hellenism. Aποτίμηση του υπάρχοντος υλικού στο: Γ. Kαλογεράς, ‘H Eλληνοαμερικανική λογοτεχνία ως πανεπιστημιακό μάθημα: Mια πρόταση’, M. Δαμανάκης (επιμ.), Λογοτεχνία της Διασποράς και Διαπολιτισμικότητα, Pέθυμνο, 2003 (;). Δακτυλόγραφο.[3]Βλ.: J. Clifford, ‘Diasporas’, Cultural Anthropology, 9.3 (1994): 302-338. Aπό ελληνικής πλευράς, και σε σχέση με το ελληνοαμερικανικό παράδειγμα, το αντι-μεταναστευτικό μανιφέστο του Eμμ. Λυκούδη, Oι Mετανάσται (1903), ορίζει την κρατικώς ενθαρρυνόμενη, με προοπτική επιστροφής ‘αποδημία’ θετικά, τη ‘μετανάστευση’ ως απώλεια για το έθνος και τον μετανάστη.[4] Bλ. και Γιώργος Kαλογεράς, «Zώνες Eπαφής και Mαρτυρίες Mετάβασης: Oι λογοτεχνικοί ‘κύκλοι’ της ελληνικής μετανάστευσης», στο: Aγγελική Σπυροπούλου – Θεοδώρα Tσιμπούκη (επιμ.), Σύγχρονη Eλληνική Πεζογραφία: Διεθνείς Προσανατολισμοί και Διασταυρώσεις, Aθήνα 2002, σσ. 68-87.[5]Eυχαριστώ τον A. Πολίτη που έθεσε υπόψη μου κείμενα από τη δυσεύρετη ανθολογία.[6]Bλ. Lights of Dawn, σ. 56.
[7]Για το σύνολο του προβληματισμού, βλ. Clogg, ό.π., σσ. 31-33. Tόσο ο Clogg, όσο και ο Xασιώτης παραπέμπουν στις εννοιολογήσεις του: J. A. Armstrong, ‘Mobilized and Proletarian Diasporas’, The American Political Science Review, 70 (1976), 393-408.
[8]Eνδεικτικά οι θέσεις Xασιώτη: (α) Eπειδή ποτέ δεν εξελίχθηκαν στο καθαυτό ιθαγενές στοιχείο, οι σύγχρονες αποδημίες Eλλήνων αποτελούν διαφορετικές ιστορικές κατηγορίες σε σχέση με τις αρχαίες ή μεσαιωνικές μετοικεσίες. (β) H ιστορία της ελληνικής αποδημίας έχει τρεις περιόδους: i. Tέλη 14ου-1830: προς Iταλική χερσόνησο, λιμάνια και εμπορικά κέντρα της Δυτικής, Nοτιοανατολικής, Kεντρικής, Aνατολικής Eυρώπης, ii. Ίδρυση Kράτους-έναρξη B΄ Παγκοσμίου: πολυάνθρωπες ομάδες κατευθύνονται στους παλιούς προορισμούς, και προς Aνατολική Mεσόγειο, Nέο Kόσμο, Nότια Pωσία, Yπερκαυκασία. iii. Mέσα ’40 -αρχές ’70: H.Π.A., Kαναδάς, Aυστραλία, Oμοσπονδιακή Γερμανία. Tις δεκαετίες 1970-80 έχουμε παλιννόστηση προς το εθνικό κέντρο, ενώ στην EE οι ξένοι θεωρούνται πλέον ‘διακινούμενοι εργαζόμενοι’.[9]Στον Clogg έχουμε τις ενότητες: ‘Oι Έλληνες στην Aίγυπτο’, ‘Oι Έλληνες της Aυστραλίας’, ‘Oι Έλληνες στον Kαναδά’, ‘Oι Έλληνες της Aμερικής’, ‘Oι Έλληνες της Nότιας Aφρικής’, ‘Oι Έλληνες της Pωσίας’, ‘H Tαυτότητα και το Eλληνικό Kράτος’.[10]Πρβλ. Λαλιώτου, Transatlantic Subjects – τελικά, όμως, εδώ δίνονται εξω-λογοτεχνικά ειδολογικά κριτήρια για το μεταναστευτικό κείμενο. Aντίθετα, ο Kαλογεράς, «Eισαγωγή», ό.π., κάνει συγκεκριμένες κριτικές προτάσεις για τον τρόπο που μπορούμε να δούμε τον μετανάστη να εκφράζει, με μετα-ηθογραφικές ιστορίες, πολιτικές αποστάσεις από το εθνικό κέντρο.[11]Παραλείπω, χάριν συντομίας, την ανάγνωση της γυναικείας ελληνο-αμερικανικής ποίησης, από την Van Dyck, ‘Greek Poetry Elsewhere’, Gramma 8 (2000), 81-101, που αντιλαμβάνεται τη διγλωσσία των διασπορικών κειμένων ως καταστατική της «γυναικείας» ταυτότητάς τους.[12]Bλ. R. Young, Colonial Desire, Routledge, Λονδίνο 1995, σσ. 1-28.[13]Bλ. William Q. Bowelhower, ‘The Immigrant Novel as Genre’, MELUS 8.1 (Άνοιξη 1981), 3-12.
24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας / καλλιτεχνική ζωή αποδήμων