Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Καπόνε στο Σικάγο βρέθηκε κυριολεκτικά στο στοιχείο του.
Η πόλη ήταν μοιρασμένη από τις συμμορίες και η καθεμιά έλεγχε τη ζώνη της.
Για να επιβάλλει τις θελήσεις του, ο Καπόνε είχε ολόκληρο στρατό από μπράβους, βομβιστές και ένοπλους φονιάδες, με συνολική δύναμη από εφτακόσια ως χίλια άτομα. Την προστασία του από κάθε δίωξη τη στήριζε σ’ έναν περίπλοκο δεσμό με τις δημοτικές αρχές, όπου ήταν ανακατεμένα άτομα απ’ όλη την ιεραρχία, από τον τελευταίο υπάλληλο, ως το δήμαρχο».
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αλ Καπόνε
Ο Καπόνε στο Σικάγο βρέθηκε κυριολεκτικά στο στοιχείο του. Η πόλη ήταν μοιρασμένη από τις συμμορίες και η καθεμιά έλεγχε τη ζώνη της. Ο Μπιλ Θόμπσον, ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων είχε εκλεγεί δήμαρχος στο Σικάγο από το 1915, με διαφορά που δεν είχε πετύχει κανείς Ρεπουμπλικάνος ως τότε. Από τους πρώτους έξι μήνες φάνηκε καλά ποιες ήταν οι βλέψεις του για την πόλη. Τα τυχερά παιχνίδια και οι οίκοι ανοχής έκαναν χρυσές δουλειές. Οι δωροδοκίες βρέθηκαν επίσης στο φόρτε τους. Ο ίδιος ο δήμαρχος μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας Τσαρλς Χήλυ και πληθώρα ανθρώπων του δημοτικού συμβουλίου εγγράφονταν ως «ισόβια μέλη» σε καταλόγους που είχαν ιδιοκτήτες πορνείων, σαλούν και καταστημάτων τζόγου, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία τους. Όσο για τον ταγματάρχη Φουνκχάουζερ που έκανε έρευνα για τους σωματέμπορους καταθέτοντας έκθεση που ανέφερε τον αριθμό των 30.000 μικρών διαμερισμάτων που φιλοξενούσαν κωλ – γκερλς, απολύθηκε αμέσως από τον Θόμπσον. Μαζί μ’ αυτόν απολύθηκαν κι όλα τα μέλη της υπηρεσίας του: «Στους πρώτους οκτώ μήνες της εξουσίας του Θόμπσον, διπλασιάστηκε ο αριθμός των εγκλημάτων που καταγγέλθηκαν, σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Ο αρχηγός της αστυνομίας Χήλυ, που άρχισε τη θητεία του με κήρυξη πολέμου κατά του υποκόσμου, έδωσε τελικά να καταλάβει ο κόσμος ότι η αστυνομία ήταν ο προστάτης του μεγαλύτερου δικτύου δωροδοκιών και καταχρήσεων που είχε γνωρίσει η πόλη……..» (σελ. 63). Όταν το 1917 ο Χήλυ μαζί με τρεις αξιωματικούς της αστυνομίας κι έναν δημοτικό σύμβουλο μηνύθηκαν για δωροληψία, με τεκμήριο ένα σημειωματάριο που είχε ολόκληρο κατάλογο από ύποπτα ξενοδοχεία και από ποσά που πλήρωνε το καθένα κάθε βδομάδα, αθωώθηκε πανηγυρικά, μαζί με όλους τους άλλους κατηγορουμένους. Το μεγάλο γλέντι όμως, άρχισε για όλους στις 17 Ιανουαρίου του 1920, την πρώτη, επισήμως, μέρα της ποτοαπαγόρευσης.
Η ασυδοσία και η δωροδοκία έφτασε σε τέτοιο βαθμό που η συμμορία των Τζέννα, που δρούσε στο νότιο τμήμα της πόλης, έκανε δικές τις εγκαταστάσεις με αποστακτήρες συνεργαζόμενη άμεσα με την αστυνομία, που προστάτευε με περιπολικά κάθε μεταφορά αλκοόλ μέσα από «ξένες» κι ως εκ τούτου επικίνδυνες περιοχές. Συγχρόνως οι αστυνομικοί έπιαναν όλους τους αποστακτήρες που δεν λειτουργούσαν για λογαριασμό των Τζέννα: «….οι Τζέννα μοίρασαν στα όργανα της οδού Μάξγουελ καταλόγους με τις δικές τους πραγματικά εγκαταστάσεις. Έτσι, όταν οι αστυνομικοί ανακάλυπταν κανέναν αποστακτήρα που δεν ήταν στον κατάλογο, τον κατέστρεφαν». (σελ. 94). Όσο για την ποιότητα του ουίσκι, οι Τζέννα έριχναν βαφές από πισσάνθρακα για το χρωματισμό κι αμυλική αλκοόλη για το αρωμάτισμα. Το παρασκεύασμα μπορούσε να επιφέρει οδυνηρούς πόνους για τρεις και τέσσερις μέρες, οριστική τύφλωση, ακόμη και θάνατο. Τα κέρδη ήταν πέρα από κάθε προηγούμενο: «Μεγάλο μέρος από τα κέρδη τους το διέθεταν σε δωροδοκίες. Πλήρωναν στους αστυνομικούς της οδού Μάξγουελ από 10 ως 125 δολάρια το μήνα, ανάλογα με τη θέση τους και την εξυπηρέτηση που τους έκαναν. Ο αριθμός αυτών των δωροδοκούμενων έφτασε τελικά τους τετρακόσιους, χωρίς να υπολογίζονται σ’ αυτούς πέντε ανώτεροι αξιωματικοί, καθώς και δεκάδες μυστικοί και ειδικοί ντεντέκτιβς της εισαγγελικής υπηρεσίας. Οι συναλλαγές γίνονταν τόσο φανερά, ώστε οι γείτονες αποκαλούσαν το νούμερο 1022 της οδού Ταίηλορ “αστυνομικό τμήμα”. Τη μέρα που γίνονταν οι “πληρωμές” του μήνα, πλήθος αστυνομικοί, με στολή ή χωρίς στολή, μπαινόβγαιναν αδιάκοπα στην αποθήκη. Μερικοί κοντοστέκονταν έξω, στο πεζοδρόμιο, για να μετρήσουν τα χρήματα του “μισθού” τους». (σελ. 94).
Όσο για τη δικαιοσύνη ο Κόμπλερ παραθέτει το επεισόδιο με τον Ο’ Μπάνιον: «Το 1921, ο ντεντέκτιβ Τζών Ράιαν συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον Ο’ Μπάνιον, τον Χύμι Βάις κι άλλους δυο γκάνγκστερς, ενώ επιχειρούσαν να διαρρήξουν το χρηματοκιβώτιο του ταχυδρομικού μεγάρου. Με το πιο μειλίχιο χαμόγελό του, ο Ο’ Μπάνιον εξήγησε στον ανακριτή ότι ο Ράιαν είχε παρεξηγήσει την παρουσία τους στο κτίριο. Είχαν πάει, είπε, να ζητήσουν δουλειά σαν μαθητευόμενοι χειριστές τηλεγράφου. Κάποιος δημοτικός σύμβουλος πρόσφερε τότε τα 10.000 δολάρια της εγγύησης που ζητήθηκε για να αφεθεί ελεύθερος ο Ο’ Μπάνιον και χρειάστηκαν άλλες 30.000 σε δωροδοκίες, για να ματαιωθεί η ποινική του δίωξη. Λίγο αργότερα, η αστυνομία βρήκε τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ο’ Μπάνιον, του Βάις και του Βίνσεντ Ντρούκκι, του “Εγκέφαλου” στο χρηματοκιβώτιο ενός μεγάλου εστιατορίου στο Πάρκγουαιη, που είχε ληστευθεί. Οι ένορκοι τους αθώωσαν. “Ήταν απροσεξία” είπε σ’ έναν δημοσιογράφο ο Ο’ Μπάνιον βγαίνοντας απ’ το δικαστήριο. “Ήταν δουλειά του Χύμι να σβήσει τ’ αποτυπώματα, αλλά ξέχασε”. (σελ. 85). Τα παραδείγματα πραγματικού εξευτελισμού της δικαιοσύνης, που αναφέρει ο Κόμπλερ δεν έχουν τελειωμό. Ένα πολύ ενδεικτικό αφορά τον ίδιο τον Καπόνε, στα πρώτα του βήματα, πριν ακόμη προξενήσει το ενδιαφέρον των εφημερίδων: «Ένα αυγουστιάτικο πρωί, ύστερα από ολονύκτια κραιπάλη, οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη Νορθ Ουάμπας άβενιου, με μια κοπέλα δίπλα του και τρεις άντρες στο πίσω κάθισμα. Στρίβοντας τη γωνία της οδού Ήστ Ράντολφ, χτύπησε πάνω σ’ ένα σταματημένο ταξί και τραυμάτισε το σωφέρ, κάποιον Φρεντ Κράουζε. Πήδησε τότε στο πεζοδρόμιο, μεθυσμένος κι οργισμένος, έδειξε μια ταυτότητα υπαστυνόμου (απόδειξη της πολιτικής προστασίας που είχε κιόλας εξασφαλίσει), τράβηξε ένα περίστροφο και απείλησε να σκοτώσει τον Κράουζε. Από ένα περαστικό τραμ, ο εισπράκτορας του φώναξε επιτακτικά να κατεβάσει το όπλο. Ο Καπόνε απείλησε τότε τον εισπράκτορα. Τα τέσσερα άτομα που ήταν μαζί του στο αυτοκίνητο, το έβαλαν στα πόδια. Η αστυνομία έφτασε πριν γίνει αιματοχυσία κι ένα νοσοκομειακό πήρε τον τραυματισμένο από τη σύγκρουση οδηγό του ταξί. Ο Καπόνε κατηγορήθηκε για τριπλό αδίκημα: επίθεση με αυτοκίνητο, οδήγηση σε κατάσταση μέθης και παράνομη οπλοφορία. Το καθένα από τα τρία ήταν αρκετό για να κλειστεί ο παραβάτης στη φυλακή. Όπως όμως γινόταν με όλες τις υποθέσεις σε βάρος του στα επόμενα εφτά χρόνια, ο Καπόνε δεν έφτασε στο δικαστήριο. Ούτε έγινε παραπομπή του σε δίκη. Όχι μόνο ακυρώθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες, αλλά και σβήστηκαν από τα βιβλία των καταδιωκτικών αρχών». (σελ. 109).
Το έγκλημα που καταφέρνει να σκεπάσει όλους τους θεσμούς δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάδειξη της πολιτικής γύμνιας, που είναι ανίκανη να διαχειριστεί την εξουσία. Γιατί την εξουσία δεν τη διασφαλίζουν τα αξιώματα, αλλά οι άνθρωποι που τα εκπροσωπούν. Κι όταν όλοι δωροδοκούνται απ’ τον Καπόνε, δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ να υπακούν και στις εντολές του. Όμως, αυτός που δίνει τις εντολές είναι και το αφεντικό. Όλοι οι υπόλοιποι είναι το τσούρμο των αχυρανθρώπων που δήθεν υπερασπίζουν το δημόσιο συμφέρον και στην ουσία νομιμοποιούν τις πιο απάνθρωπες αυθαιρεσίες. Υπό αυτές τις συνθήκες το να μιλάμε για τα συμφέροντα του πολίτη είναι μάλλον γελοίο. Ο Καπόνε μπορεί να οδηγεί μεθυσμένος και να τραβάει πιστόλι σε όποιον του καπνίσει. Δεν υπάρχει κανένας νόμος γι’ αυτόν. Η ασυδοσία του εγκλήματος μεσουρανεί μόνο με την πολιτική συγκάλυψη. Και η πολιτική σκηνή που είναι πρόθυμη να ενδώσει στα παιχνίδια του εγκλήματος (όποια φύση κι αν έχουν αυτά) είναι η πολιτική σκηνή που ματαιώνει τη δημοκρατία. Γιατί δημοκρατία, όπου οι διαχειριστές της εξουσίας δεν αποβλέπουν στο δημόσιο συμφέρον δεν είναι δημοκρατία. Ο δήμαρχος Θόμπσον, πρωτεργάτης της διαφθοράς «όταν άρχισε τη θητεία του, τα οικονομικά του Σικάγου είχαν πλεόνασμα 3.000.000 δολάρια. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχαν έλλειμμα 4.500.000». Κι όσο για την εγρήγορση του λαού, τα δημοκρατικά του αντανακλαστικά, τη συνείδηση της συλλογικής ευθύνης και τα συναφή, στην περίπτωση του Θόμπσον τα γεγονότα έχουν ως εξής:. «Παρ’ όλα αυτά διατήρησε την υποστήριξη της ισχυρότερης πολιτικής μηχανής στην ιστορία του Σικάγο και τις δυνατότητες για μια πλατιά προεκλογική εκστρατεία, χάρη στις χιλιάδες των φίλων του που είχε διορίσει σε δημοτικές θέσεις. Και κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές για δεύτερη φορά, με μικρή διαφορά ψήφων». (σελ. 70). Όλα βαίνουν υπέροχα για τις συμμορίες και η ποτοαπαγόρευση υπόσχεται κέρδη που ξεπερνούν τη φαντασία. Ο Τόρριο είναι βέβαιος ότι η αστυνομία δε θα του δημιουργήσει ούτε το ελάχιστο πρόβλημα στις καινούργιες του μπίζνες. Το κατά πόσο είχε δίκιο το επιβεβαιώνει η δημόσια παραδοχή του αρχηγού της αστυνομίας του Σικάγο κατά τα πρώτα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης, Τσαρλς Φιτζμόρρις: «Το εξήντα τα εκατό από τις δυνάμεις μου είναι ανακατεμένοι στο λαθρεμπόριο». (σελ. 70).
Κι ενώ οι δουλειές πήγαιναν πρίμα, κατά τη δεύτερη θητεία του Θόμπσον στη θέση του δημάρχου, άρχισαν τα προβλήματα: «Η διαφθορά στη διάρκεια της δημαρχίας του Θόμπσον ήταν τόση, ώστε φαινόταν αδύνατο να επανεκλεγεί. Ο οργανωτής της προεκλογικής του εκστρατείας, κάποιος Φρεντ Λέντιν, πρώην γιατρός, είχε κατηγορηθεί μαζί με εικοσιτρείς άλλους για κατάχρηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων από τα σχολικά κονδύλια. Σύμφωνα μ’ έναν μάρτυρα που κατέθεσε στη δίκη, όταν ένα μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου διαμαρτυρήθηκε για τις υπερβολικές δαπάνες σε βάρος του δημοσίου κατά την αγορά σχολικών αναγνωστικών, ο Λέντιν απάντησε “Στο διάβολο το δημόσιο! Κρατάμε την κουτάλα τώρα και θα φάμε!” Οι δικαστές Ντάροου και Έρμπσταϊν έβγαλαν τον κατηγορούμενο απ’ τη φυλακή, αλλά η βρώμα έμεινε. Ο Θόμπσον, βέβαιος για την επερχόμενη ήττα του, απέσυρε την υποψηφιότητά του κατά τις προκριματικές εκλογές του 1923». (σελ. 118). Ο νέος δήμαρχος – από την παράταξη των Δημοκρατικών – ήταν ο δικαστής Ουίλλιαμ Ντέβερ, ο οποίος διάλεξε για αρχηγό της αστυνομίας τον Μόργκαν Κόλλινς: «Πόσο βαθιά ήταν η διαφορά της νέας αυτής πολιτικής από την προηγούμενη, ο Τόρριο το διαπίστωσε όταν αποπειράθηκε να δωροδοκήσει τον Κόλλινς. Με κάποιον μεσάζοντα του πρόσφερε 100.000 δολάρια το μήνα, για να μην ανακατεύεται στις δουλειές του στο Σικάγο. Σε απάντηση ο Κόλλινς έκλεισε τα Τέσσερα Δυάρια. Ο Τόρριο αργότερα του πρόσφερε χίλια δολάρια τη μέρα, μόνο για να παραβλέψει τη μεταφορά μπίρας, που έφτανε τα 250 βαρέλια τη μέρα. Ο Κόλλινς συνέχισε την επίθεσή του. Εκτός από το κυνηγητό που έκανε σε ζυθοποιεία, πορνεία, χαρτοπαικτικές λέσχες και καταγώγια, συνέλαβε κι εκατό γκάνγκστερς. Ως το τέλος της χρονιάς, η χαρτοπαιξία είχε πάψει ν’ αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για τον υπόκοσμο του Σικάγο». (σελ. 119). Αλλά και η πορνεία είχε δεχτεί επίσης σημαντικό πλήγμα. Ως πρώτη κίνηση ο Καπόνε μετέφερε το αρχηγείο στο Χώθορν Ινν. Ως δεύτερη: «Ο Τόρριο και ο Καπόνε σκέφτηκαν πως όσο θα ήταν δήμαρχος ο Ντέβερ, είχαν ανάγκη από ένα καταφύγιο, που να βρίσκεται πέρα απ’ τη δικαιοδοσία του. Διάλεξαν το Σίσερο». (σελ. 120).
Το Σίσερο ήταν προάστιο του Σικάγο όπου το δίδυμο Τόρριο και Καπόνε κάνανε ήδη δουλειές εκεί. Οι νέες εξελίξεις όμως μετέτρεψαν το Σίσερο σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Και σαν να μην έφταναν αυτά την άνοιξη του 1924 γίνονταν εκλογές για τη δημαρχία: «Η ομάδα του Κλένα υποστηριζόμενη από μια δικομματική πολιτική μηχανή, είχε διοικήσει την πόλη τρεις θητείες συνέχεια, τώρα όμως οι Δημοκρατικοί παρουσιάζονταν με ξεχωριστό ψηφοδέλτιο. Ο Φόγκελ, ανησυχώντας μήπως ο μεταρρυθμιστικός πυρετός που σάρωνε το Σικάγο επεκταθεί και στο Σίσερο, έκανε στον Τόρριο και στον Καπόνε μια πρόταση, που τη βρήκαν δελεαστική: Αν βοηθούσαν τον Κλένα να εξασφαλίσει τη νίκη, μπορούσαν να υπολογίζουν στην ανοχή του νόμου απέναντί τους, για οποιαδήποτε επιχείρηση, με μόνη εξαίρεση τη σωματεμπορία». (σελ. 121). Είναι η στιγμή που οι εκλογές περνάνε επίσημα στα χέρια του οργανωμένου εγκλήματος. Το έγκλημα γίνεται προέκταση της πολιτικής σ’ ένα κουβάρι που είναι σχεδόν αδύνατο να ξεδιαλυθεί: «……ο Καπόνε δανείστηκε από τους συμμάχους τους μια δύναμη κρούσεως από 200 συνολικά άτομα». (σελ. 121). Μπροστά σ’ αυτό η αντιπολίτευση δε θα μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα χέρια: «Και η αντιπολίτευση από την πλευρά της δεν παρέλειψε να εξασφαλίσει υποστήριξη από ομάδες γκάνγκστερς. Ανάμεσα στους συμμάχους της ήταν οι μεγάλοι λαθρέμποροι μπίρας, που επιδίωκαν να προσαρτήσουν το βασίλειο των Τόρριο – Καπόνε στα δικά τους». (σελ. 121). Ο υπόκοσμος συγκρούεται ανοιχτά σ’ ένα ανελέητο ξεκαθάρισμα λογαριασμών για το ποιος θα κυριαρχήσει στο Σίσερο και οι εκλογές δεν είναι παρά το άλλοθι των συμφερόντων του εγκλήματος: «Το πρώτο θύμα ήταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για τη θέση του γραμματέα της δημαρχίας Ουίλλιαμ Πφλάουμ. Την παραμονή των εκλογών, στις 31 Μαρτίου, οι μπράβοι του Καπόνε τον έσπασαν στο ξύλο και ρήμαξαν το γραφείο του. Όταν άνοιξαν οι κάλπες, μια φάλαγγα μαύρες λιμουζίνες με πάνοπλους μπράβους του Καπόνε περιφερόταν στην πόλη σκορπώντας τον τρόμο όπου σταματούσε. Είχαν τέτοια αριθμητική υπεροχή απέναντι στους αντίπαλους μπράβους, ώστε δε σημειώθηκαν σχεδόν συμπλοκές. Χτυπούσαν κάθε πολίτη που ήταν γνωστός οπαδός των Δημοκρατικών. Ενώ ο ψηφοφόρος περίμενε στην ουρά να ρίξει το ψηφοδέλτιο, μια απειλητική φάτσα με καβουράκι τον πλησίαζε και τον ρωτούσε τι θα ψηφίσει. Αν η απάντηση δεν ήταν ικανοποιητική, ο μπράβος του άρπαζε το ψηφοδέλτιο, το “σταύρωνε” ο ίδιος, του το έδινε ύστερα πίσω και περίμενε, έχοντας το χέρι του στο πιστόλι, στην τσέπη του, ώσπου ο ψηφοφόρος να ρίξει το ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Όσοι ψηφοφόροι αντιστέκονταν, δέχονταν την επίθεση των μπράβων. Οι ευσυνείδητοι έφοροι και δικαστικοί αντιπρόσωποι απάγονταν και κρατούνταν αιχμάλωτοι, ώσπου να κλείσουν οι κάλπες………… Ένας αστυφύλακας χτυπήθηκε με στιλέτο. Δύο άτομα πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν……. Ενός τρίτου του έκοψαν το λαιμό κι έναν τέταρτο τον σκότωσαν στο σαλούν του Έντυ Τανκλ». (σελ. 121 – 122). Βρισκόμαστε μπροστά στο πιο απροκάλυπτο γκανγκστερικό παρακράτος. Το έγκλημα και η πολιτική πιασμένα χέρι – χέρι σ’ ένα ντελίριο τραμπουκισμού, διαφθοράς και εκλογικής νοθείας. (Οι περιπτώσεις των γκανγκστερικών επεμβάσεων σε σωματεία και σε απεργιακές κινητοποιήσεις, για την καταστολή των εργασιακών διεκδικήσεων προς όφελος των αφεντικών, με τις γνωστές μεθοδεύσεις των πληρωμένων τραμπούκων, σηματοδοτούν μια άλλη χρήση του γκανγκστερικού παρακράτους). Στις «εκλογές» αυτές, σε μια συμπλοκή που έγινε με την αστυνομία, σκοτώθηκε ο αδερφός του Αλ Καπόνε, Φρανκ Καπόνε. Ο θάνατός του όμως δεν πήγε χαμένος. Ο Κέννα κέρδισε τις εκλογές. Η συμμορία του Καπόνε είχε κυριαρχήσει στο Σίσερο. Η εφημερίδα “Τρίμπιουν” του Σικάγο χαρακτήρισε την κηδεία του Φρανκ Καπόνε “αντάξια πολιτικού ηγέτου”.
Και σαν να μην έφταναν αυτά ο Θόμπσον που είχε ηττηθεί στις εκλογές του 1923 επανήλθε στο προσκήνιο διεκδικώντας για Τρίτη φορά τη δημαρχία του Σικάγο: «Η ημέρα των εκλογών – 5 Απριλίου – πλησίαζε. Το διαμέρισμα του Καπόνε, στο Οτέλ Μετροπόλ, είχε γίνει παράρτημα του εκλογικού κέντρου του Θόμπσον…… Ο Καπόνε, πίσω από μια έδρα συνεδριάσεων και κυκλωμένος από εννιά τηλέφωνα, κάπνιζε το πούρο του δίνοντας διαταγές στις δυνάμεις του σε όλη την πόλη – σε επαγγελματίες δολοφόνους, μπράβους, ειδικούς στις απαγωγές και στις ανατινάξεις……. Και η συμμορία του Ο’ Μπάνιον, όπως οι περισσότεροι γκάνγκστερς του Σικάγο, είχε ταχτεί με το μέρος του Θόμπσον. Την παραμονή των εκλογών, μια ομάδα της συμμορίας με τον Ντρούκκι επικεφαλής, έκανε εισβολή στα γραφεία του υποψηφίου συμβούλου της 42ης Περιφέρειας Ντόρσεϋ Κρόουϊ, στενού συνεργάτη του Ντέβερ. Μη βρίσκοντας εκεί τον Κρόουϊ, τσάκισαν στο ξύλο το γραμματέα του, κατέστρεψαν φακέλους, έσπασαν τζάμια». (σελ. 212). Ο αρχηγός της αστυνομίας επιστράτευσε πάνω από 5.000 αστυνομικούς προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Η νίκη του Θόμπσον ήταν η αποθέωση του Καπόνε: «Η επάνοδος του Θόμπσον στο δημαρχείο, για τρίτη φορά, εγκαινίασε μια περίοδο αιματοχυσίας, τρομοκρατίας και δημόσιας διαφθοράς, που μπροστά της το αλλοτινό Σικάγο φάνταζε σαν πρότυπο όπου βασίλευε ο νόμος και η τάξη». (σελ. 213 – 214). Ο Θόμπσον διόρισε τους κατάλληλους ανθρώπους στα κατάλληλα πόστα: «Ο Καπόνε υπολόγιζε τις συνολικές πληρωμές στην αστυνομία, από κάθε πηγή, σε 30.000.000 το χρόνο. Ο δικός του κατάλογος αστυνομικών που μισθοδοτούσε αποτελούσε τη μισή περίπου αστυνομική δύναμη του Σικάγο». (σελ. 215).
Το φθινόπωρο του 1930, χρονιά της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης στην Αμερική, το Σικάγο ήταν υπό διάλυση: «Καμιά άλλη από τις μεγάλες πόλεις της Αμερικής δεν δοκιμάστηκε τόσο, επειδή εδώ την οικονομική καταστροφή την έκανε οξύτερη και γενικότερη η δημοτική διοίκηση της τρίτης θητείας του Θόμπσον. Εκείνη τη χρονιά, οι δημοτικές αρχές είχαν σπαταλήσει 23.000.000 δολάρια περισσότερα απ’ όσα μπόρεσαν να μαζέψουν από φόρους. Όμιλοι αγανακτισμένων πολιτών οργάνωσαν μια κίνηση κατά της πληρωμής φόρων. Χίλιοι πεντακόσιοι δημοτικοί υπάλληλοι – ανάμεσά τους δάσκαλοι, πυροσβέστες, αστυνομικοί – απολύθηκαν και, όσοι έμειναν, περίμεναν εβδομάδες να πληρωθούν……… Επειδή τα ταμεία της Πολιτείας, της κομητείας και του δήμου είχαν αδειάσει, ομάδες πολιτών έκαναν εράνους για να κρατήσουν τα σχολεία ανοιχτά……. Ένα παιδί πέθανε από την πείνα, ενώ το μετέφεραν στο παιδικό νοσοκομείο Μεμόριαλ Όσπιταλ. “Γιατί να είμαστε γυμνοί και πεινασμένοι;” φώναζε μια νέγρα μητέρα, μιλώντας σε χιλιάδες κατοίκους του γκέτο των νέγρων………. Άστεγες οικογένειες κοιμούνταν στις στοές και στα τούνελ. Άθλιες παράγκες από κιβώτια, τενεκέδες και χαρτόνια, μαζεμένες σε μικρούς οικισμούς που ο κόσμος τους έλεγε “πολιτείες του Χούβερ”, κύκλωναν τα προάστια του Σικάγο». (σελ. 307). Ήταν πια η κατάλληλη στιγμή για το φιλανθρωπικό έργο του Καπόνε: «Σε ενάμιση μήνα πρόσφερε 120.000 γεύματα, με συνολικό κόστος 12.000 δολάρια. Στη γιορτή των Ευχαριστιών, ο Καπόνε πρόσφερε 5.000 γαλοπούλες. Τα Χριστούγεννα, οργάνωσε λαϊκή γιορτή με φαγητά για τους φτωχούς της Μικρής Ιταλίας. Στη διάρκεια της γιορτής, μια γριά γονάτισε και του φίλησε το χέρι». (σελ. 308). Ο Καπόνε άρχισε να παίρνει διαστάσεις λαϊκού ήρωα.
Η φαιδρή δημοσιογραφία και η ελαφρότητα των γνωστών κύκλων του κοσμικού κατιμά συνέβαλαν πολύ στη δημόσια εικόνα του. Όταν η «Ζουρνάλ ντε Παρί» έστειλε στο Σικάγο τον περίφημο συνεργάτη Ζωρζ Λόντον, ειδικό για τα εγκλήματα, να μιλήσει με τον Καπόνε, ο περιβόητος δημοσιογράφος δήλωσε: «Είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τέρας, με πενήντα περίπου φόνους στη συνείδησή του». (σελ. 311). Όσο για την πάμπλουτη κυρία Πάτερσον, διευθύντρια σύνταξης κι αργότερα ιδιοκτήτρια της εφημερίδας Ουάσιγκτον Χέραλντ ήταν αδύνατο να κρύψει τη γοητεία που της άσκησε ο Καπόνε: «Ένας από τους εκπληκτικούς εκείνους πολυμήχανους Ιταλούς» έγραφε γι’ αυτόν και μάλιστα μετά τη συνέντευξη δήλωσε συμπερασματικά: «Λέγεται και είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες νιώθουν ιδιαίτερη συμπάθεια για τους γκάνγκστερς. Αν δεν καταλαβαίνετε το γιατί, συμβουλευτείτε το δόκτορα Φρόυντ». (σελ. 312). Ένας πυργοδεσπότης, απ’ αυτούς που κατοικούσαν στις πιο γραφικές όχθες της λίμνης δήλωσε: «Η κοινωνία θα ήταν πιο ευχάριστη, αν δεχόταν τον Καπόνε στους κόλπους της». (σελ. 312). Και τα παραδείγματα αυτού του είδους δεν τελειώνουν. Ο Καπόνε γινόταν καθημερινά ένας θρύλος που τον τροφοδοτούσαν «ένα πλήθος δημοσιογράφων, ραδιοσχολιαστών, ιεροκηρύκων, μυθιστοριογράφων, θεατρικών συγγραφέων, κινηματογραφιστών». (σελ. 308). Μέχρι ένας ραβίνος, ο Τζάκομπ Κατζ, δικαίωνε στους πιστούς του τη συμμορία του Καπόνε. Όσο για το Χώθορν Ινν αποτελούσε ένα από τα βασικότερα τουριστικά αξιοθέατα του Σικάγο.
Αλ Καπόνε
Τζων Κόμπλερ, «Αλ Καπόνε», εκδόσεις ΒΙΠΕΡ, Αθήνα 1974
http://eranistis.net/wordpress/
Ο Καπόνε στο Σικάγο βρέθηκε κυριολεκτικά στο στοιχείο του.
Η πόλη ήταν μοιρασμένη από τις συμμορίες και η καθεμιά έλεγχε τη ζώνη της.
Για να επιβάλλει τις θελήσεις του, ο Καπόνε είχε ολόκληρο στρατό από μπράβους, βομβιστές και ένοπλους φονιάδες, με συνολική δύναμη από εφτακόσια ως χίλια άτομα. Την προστασία του από κάθε δίωξη τη στήριζε σ’ έναν περίπλοκο δεσμό με τις δημοτικές αρχές, όπου ήταν ανακατεμένα άτομα απ’ όλη την ιεραρχία, από τον τελευταίο υπάλληλο, ως το δήμαρχο».
Τζων Κόμπλερ
Όταν έγινα πρόεδρος της Επιτροπής Εγκλήματος, δεν άργησα να ανακαλύψω ότι ο Αλ Καπόνε ήταν η εξουσία στην πόλη. Το χέρι του έφτανε στην κάθε υπηρεσία, στην πόλη και στην κομητεία……. Φρανκ Λόες
Η αστυνομία είναι δική μου
Αλ Καπόνε
~~~~~~~~~~~~~~
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η βιογραφία του Αλ Καπόνε από τον Τζων Κόμπλερ δεν έχει καμία σχέση με τη γκανγκστερική μυθολογία που αναμασιέται από χολιγουντιανές ταινίες και μυθιστορήματα της συμφοράς. (Οι εξαιρέσεις αυτών είναι απλώς η επιβεβαίωση του κανόνα). Η ηρωοποίηση του γκαγκστερισμού που σχετίζεται με την ιδιόμορφη γκανγκστερική ηθική, τους ιερούς δεσμούς της φαμίλιας, την ελευθερία που ξεπερνά όλους τους νόμους, τον προσωπικό τσαμπουκά που αντιστέκεται απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνία και που προβάλλει τους γκάνγκστερς ως πρότυπα οικογενειάρχη, ως ευεργέτες των φτωχών, ως ατρόμητα παλικάρια κλπ, γίνεται κομμάτια, αφού ο Κόμπλερ παρακάμπτοντας όλες τις εξιδανικεύσεις αυτού του είδους, προχωρά στο ψητό χαρτογραφώντας την πιο αδυσώπητη βαρβαρότητα, που μόνο η πολιτική διαφθορά μπορούσε να εξασφαλίσει.
Ιδίως η πολυδιαφημισμένη εικόνα του γκάνγκστερ – οικογενειάρχη κρίνεται απολύτως ελεγχόμενη, αφού οι γκάνγκστερς που ήταν οικογενειάρχες, με την πλήρη έννοια του όρου, ήταν περιπτώσεις ελάχιστες, με τάση προς το μηδαμινό. (Ο συνεταίρος του Αλ Καπόνε, Τόρριο, ήταν μια τέτοια περίπτωση). Ο ίδιος ο Αλ Καπόνε, που κατά κοινή ομολογία φρόντισε ιδιαίτερα την οικογένειά του εξασφαλίζοντας πολυτελή ζωή και ύψιστη ασφάλεια, ταυτοχρόνως ήταν ο καλύτερος πελάτης των επιχειρήσεών του που αφορούσαν το αλκοόλ, το τζόγο και την πορνεία. Στο Αλκατράζ διαγνώστηκε ότι είχε σύφιλη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο όρος οικογενειάρχης, στην περίπτωση του Καπόνε, κρίνεται μάλλον επισφαλής. Για τους γκάνγκστερς η οικογένεια ήταν περισσότερο ζήτημα τιμής παρά ουσίας. Αυτός που δεν εξασφάλιζε στην οικογένεια όλες τις ανέσεις δεν μπορούσε να διεκδικεί τον ελάχιστο σεβασμό. Επί του πρακτέου, η μοναδική συνθήκη που καθόριζε όλες τις συμπεριφορές ήταν το προσωπικό – με την κακή έννοια του όρου -αντριλίκι.
Ο άντρας, πριν απ’ όλα, οφείλει να εξασφαλίσει την οικογένεια. Από κει και πέρα, δικαιούται τα πάντα. Όσο για τις περιπτώσεις που παρείχαν ανιδιοτελή βοήθεια, οικονομική ή οποιασδήποτε άλλης μορφής, (υπήρξαν και τέτοιες) οφείλονταν περισσότερο στην κοινή καταγωγή ή στην προσπάθεια επίδειξης ενός μεγαλείου που εξασφαλίζει την κοινωνική τους υπεροχή. Γιατί οι γκάνγκστερς ήθελαν να δείχνουν ότι είναι παντοδύναμοι και οι ευεργεσίες αυτού του είδους αποδείκνυαν ακριβώς αυτό. Χώρια το όφελος της δημόσιας εικόνας.
Ιδίως η πολυδιαφημισμένη εικόνα του γκάνγκστερ – οικογενειάρχη κρίνεται απολύτως ελεγχόμενη, αφού οι γκάνγκστερς που ήταν οικογενειάρχες, με την πλήρη έννοια του όρου, ήταν περιπτώσεις ελάχιστες, με τάση προς το μηδαμινό. (Ο συνεταίρος του Αλ Καπόνε, Τόρριο, ήταν μια τέτοια περίπτωση). Ο ίδιος ο Αλ Καπόνε, που κατά κοινή ομολογία φρόντισε ιδιαίτερα την οικογένειά του εξασφαλίζοντας πολυτελή ζωή και ύψιστη ασφάλεια, ταυτοχρόνως ήταν ο καλύτερος πελάτης των επιχειρήσεών του που αφορούσαν το αλκοόλ, το τζόγο και την πορνεία. Στο Αλκατράζ διαγνώστηκε ότι είχε σύφιλη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο όρος οικογενειάρχης, στην περίπτωση του Καπόνε, κρίνεται μάλλον επισφαλής. Για τους γκάνγκστερς η οικογένεια ήταν περισσότερο ζήτημα τιμής παρά ουσίας. Αυτός που δεν εξασφάλιζε στην οικογένεια όλες τις ανέσεις δεν μπορούσε να διεκδικεί τον ελάχιστο σεβασμό. Επί του πρακτέου, η μοναδική συνθήκη που καθόριζε όλες τις συμπεριφορές ήταν το προσωπικό – με την κακή έννοια του όρου -αντριλίκι.
Ο άντρας, πριν απ’ όλα, οφείλει να εξασφαλίσει την οικογένεια. Από κει και πέρα, δικαιούται τα πάντα. Όσο για τις περιπτώσεις που παρείχαν ανιδιοτελή βοήθεια, οικονομική ή οποιασδήποτε άλλης μορφής, (υπήρξαν και τέτοιες) οφείλονταν περισσότερο στην κοινή καταγωγή ή στην προσπάθεια επίδειξης ενός μεγαλείου που εξασφαλίζει την κοινωνική τους υπεροχή. Γιατί οι γκάνγκστερς ήθελαν να δείχνουν ότι είναι παντοδύναμοι και οι ευεργεσίες αυτού του είδους αποδείκνυαν ακριβώς αυτό. Χώρια το όφελος της δημόσιας εικόνας.
Ο Καπόνε ήρθε στο Σικάγο από τη Νέα Υόρκη, μετά από πρόσκληση του καλού του φίλου Τόρριο. Ο Τόρριο δούλευε σταθερά και μεθοδικά μέσα στον υπόκοσμο του Σικάγο πολύ πριν την άφιξη του Καπόνε: «Ετοίμασε το έδαφος για νέα κέντρα πορνείας σε άλλα σημεία…… Μέσα στο Λέβη, αγόρασε πολύ κοντά στο καφέ Κολόζιμο ένα τετραώροφο κτίριο, που έγινε αργότερα γνωστό με την ονομασία “Τα Τέσσερα Δυάρια”, επειδή η διεύθυνσή του ήταν: λεωφόρος Σάουθ Ουάμπας αριθμός 2222. Στον πρώτο όροφο άνοιξε σαλούν και γραφείο, χωρισμένα ανάμεσά τους με μια βαριά, σιδερένια πόρτα. Άλλες παρόμοιες πόρτες, στον δεύτερο και τρίτο όροφο, οδηγούσαν σε δωμάτια χαρτοπαιξίας και στον τέταρτο εγκατέστησε έναν οίκο ανοχής. Τότε περίπου, δηλαδή στα τέλη του 1919, έστειλε και κάλεσε τον Αλ Καπόνε. Οι δουλειές που ανέλαβε ο Καπόνε στην αρχή ήταν πολλές και ταπεινωτικές – σωματοφύλακας, σωφέρ, μπάρμαν, επιστάτης στο πορνείο. “Τον έβλεπα πολλές φορές εκεί” (μπροστά στην είσοδο του κτιρίου), θα έλεγε ύστερα από χρόνια ο δημοσιογράφος Κούπερ, ”με σηκωμένο το γιακά τις χειμωνιάτικές νύχτες, με χέρια βαθιά στις τσέπες, να πλευρίζει τους διαβάτες και να ψιθυρίζει: Θα βρείτε ωραία κορίτσια εδώ μέσα”». (σελ. 67 – 68).
Αν έψαχνε κανείς τον πρώτο καιρό της άφιξης του Καπόνε στο Σικάγο το όνομα του στον τηλεφωνικό κατάλογο, θα έβρισκε «Αλ. Καπόνε. Αντίκες». Είχε μάλιστα τυπώσει και μερικές κάρτες: «Αλφόνσο Καπόνε, μεταπράτης παλαιών ειδών επιπλώσεως. Σάουθ Ουάμπας άβενιου, 2220». Η αλήθεια είναι ότι από το κατάστημα αυτό δεν πούλησε ποτέ τίποτε: «Στους υποψήφιους πελάτες, που ζητούσαν πληροφορίες με το τηλέφωνο, ή δεν απαντούσε κανείς ή δινόταν η απάντηση: “Δεν είμαστε ανοιχτά σήμερα”». (σελ. 106). Ήταν η κάλυψη για τις παράνομες δραστηριότητες. Το πραγματικό μαγαζί ήταν ακριβώς δίπλα, Σάουθ Ουάμπας άβενιου 2222 ή αλλιώς τα Τέσσερα Δυάρια. Ο Καπόνε «….αποδείχτηκε τόσο αξιόπιστος συνεργάτης, ώστε ο Τόρριο του ανέθεσε τη διεύθυνση στα Τέσσερα Δυάρια και του παραχώρησε μερίδιο 25 τα εκατό στα κέρδη από όλα του τα πορνεία. Το εισόδημα του Καπόνε έφτασε τις 25.000 δολάρια το 1920. Ο Τόρριο του υποσχέθηκε επίσης ένα 50 τα εκατό στα κέρδη των λαθρεμπορικών επιχειρήσεών του, αμέσως μόλις θα άρχιζαν να αποδίδουν». (σελ. 106). Το δίδυμο Τόρριο – Καπόνε άρχισε να εδραιώνεται στο χώρο του υποκόσμου. Ήταν πλέον θέμα χρόνου το πότε θα μιλάει γι’ αυτούς ολόκληρο το Σικάγο: «Είχαν συνδεθεί με φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη από τον πρώτο καιρό της διαμονής τους στη Νέα Υόρκη. Συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο: ο μεγαλύτερος κάπως στην ηλικία Τόρριο, ψυχρός, λιγόλογος, επιφυλακτικός, ανεχόταν τη βία μόνο όταν ο δόλος δεν έφερνε αποτέλεσμα. Ο άλλος, νεότερος, πιο αυθόρμητος, πιο εκδηλωτικός, με ισχυρή κλίση στον έρωτα και στις απολαύσεις, άφοβος, θερμόαιμος, ευέξαπτος. Από το δεύτερο κιόλας χρόνο δεν ήταν πια εργοδότης και υπάλληλος, ήταν συνεταίροι». (σελ. 106 – 107).
Αλ Καπόνε
Ο Καπόνε στο Σικάγο βρέθηκε κυριολεκτικά στο στοιχείο του. Η πόλη ήταν μοιρασμένη από τις συμμορίες και η καθεμιά έλεγχε τη ζώνη της. Ο Μπιλ Θόμπσον, ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων είχε εκλεγεί δήμαρχος στο Σικάγο από το 1915, με διαφορά που δεν είχε πετύχει κανείς Ρεπουμπλικάνος ως τότε. Από τους πρώτους έξι μήνες φάνηκε καλά ποιες ήταν οι βλέψεις του για την πόλη. Τα τυχερά παιχνίδια και οι οίκοι ανοχής έκαναν χρυσές δουλειές. Οι δωροδοκίες βρέθηκαν επίσης στο φόρτε τους. Ο ίδιος ο δήμαρχος μαζί με τον αρχηγό της αστυνομίας Τσαρλς Χήλυ και πληθώρα ανθρώπων του δημοτικού συμβουλίου εγγράφονταν ως «ισόβια μέλη» σε καταλόγους που είχαν ιδιοκτήτες πορνείων, σαλούν και καταστημάτων τζόγου, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία τους. Όσο για τον ταγματάρχη Φουνκχάουζερ που έκανε έρευνα για τους σωματέμπορους καταθέτοντας έκθεση που ανέφερε τον αριθμό των 30.000 μικρών διαμερισμάτων που φιλοξενούσαν κωλ – γκερλς, απολύθηκε αμέσως από τον Θόμπσον. Μαζί μ’ αυτόν απολύθηκαν κι όλα τα μέλη της υπηρεσίας του: «Στους πρώτους οκτώ μήνες της εξουσίας του Θόμπσον, διπλασιάστηκε ο αριθμός των εγκλημάτων που καταγγέλθηκαν, σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Ο αρχηγός της αστυνομίας Χήλυ, που άρχισε τη θητεία του με κήρυξη πολέμου κατά του υποκόσμου, έδωσε τελικά να καταλάβει ο κόσμος ότι η αστυνομία ήταν ο προστάτης του μεγαλύτερου δικτύου δωροδοκιών και καταχρήσεων που είχε γνωρίσει η πόλη……..» (σελ. 63). Όταν το 1917 ο Χήλυ μαζί με τρεις αξιωματικούς της αστυνομίας κι έναν δημοτικό σύμβουλο μηνύθηκαν για δωροληψία, με τεκμήριο ένα σημειωματάριο που είχε ολόκληρο κατάλογο από ύποπτα ξενοδοχεία και από ποσά που πλήρωνε το καθένα κάθε βδομάδα, αθωώθηκε πανηγυρικά, μαζί με όλους τους άλλους κατηγορουμένους. Το μεγάλο γλέντι όμως, άρχισε για όλους στις 17 Ιανουαρίου του 1920, την πρώτη, επισήμως, μέρα της ποτοαπαγόρευσης.
Η ασυδοσία και η δωροδοκία έφτασε σε τέτοιο βαθμό που η συμμορία των Τζέννα, που δρούσε στο νότιο τμήμα της πόλης, έκανε δικές τις εγκαταστάσεις με αποστακτήρες συνεργαζόμενη άμεσα με την αστυνομία, που προστάτευε με περιπολικά κάθε μεταφορά αλκοόλ μέσα από «ξένες» κι ως εκ τούτου επικίνδυνες περιοχές. Συγχρόνως οι αστυνομικοί έπιαναν όλους τους αποστακτήρες που δεν λειτουργούσαν για λογαριασμό των Τζέννα: «….οι Τζέννα μοίρασαν στα όργανα της οδού Μάξγουελ καταλόγους με τις δικές τους πραγματικά εγκαταστάσεις. Έτσι, όταν οι αστυνομικοί ανακάλυπταν κανέναν αποστακτήρα που δεν ήταν στον κατάλογο, τον κατέστρεφαν». (σελ. 94). Όσο για την ποιότητα του ουίσκι, οι Τζέννα έριχναν βαφές από πισσάνθρακα για το χρωματισμό κι αμυλική αλκοόλη για το αρωμάτισμα. Το παρασκεύασμα μπορούσε να επιφέρει οδυνηρούς πόνους για τρεις και τέσσερις μέρες, οριστική τύφλωση, ακόμη και θάνατο. Τα κέρδη ήταν πέρα από κάθε προηγούμενο: «Μεγάλο μέρος από τα κέρδη τους το διέθεταν σε δωροδοκίες. Πλήρωναν στους αστυνομικούς της οδού Μάξγουελ από 10 ως 125 δολάρια το μήνα, ανάλογα με τη θέση τους και την εξυπηρέτηση που τους έκαναν. Ο αριθμός αυτών των δωροδοκούμενων έφτασε τελικά τους τετρακόσιους, χωρίς να υπολογίζονται σ’ αυτούς πέντε ανώτεροι αξιωματικοί, καθώς και δεκάδες μυστικοί και ειδικοί ντεντέκτιβς της εισαγγελικής υπηρεσίας. Οι συναλλαγές γίνονταν τόσο φανερά, ώστε οι γείτονες αποκαλούσαν το νούμερο 1022 της οδού Ταίηλορ “αστυνομικό τμήμα”. Τη μέρα που γίνονταν οι “πληρωμές” του μήνα, πλήθος αστυνομικοί, με στολή ή χωρίς στολή, μπαινόβγαιναν αδιάκοπα στην αποθήκη. Μερικοί κοντοστέκονταν έξω, στο πεζοδρόμιο, για να μετρήσουν τα χρήματα του “μισθού” τους». (σελ. 94).
Όσο για τη δικαιοσύνη ο Κόμπλερ παραθέτει το επεισόδιο με τον Ο’ Μπάνιον: «Το 1921, ο ντεντέκτιβ Τζών Ράιαν συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον Ο’ Μπάνιον, τον Χύμι Βάις κι άλλους δυο γκάνγκστερς, ενώ επιχειρούσαν να διαρρήξουν το χρηματοκιβώτιο του ταχυδρομικού μεγάρου. Με το πιο μειλίχιο χαμόγελό του, ο Ο’ Μπάνιον εξήγησε στον ανακριτή ότι ο Ράιαν είχε παρεξηγήσει την παρουσία τους στο κτίριο. Είχαν πάει, είπε, να ζητήσουν δουλειά σαν μαθητευόμενοι χειριστές τηλεγράφου. Κάποιος δημοτικός σύμβουλος πρόσφερε τότε τα 10.000 δολάρια της εγγύησης που ζητήθηκε για να αφεθεί ελεύθερος ο Ο’ Μπάνιον και χρειάστηκαν άλλες 30.000 σε δωροδοκίες, για να ματαιωθεί η ποινική του δίωξη. Λίγο αργότερα, η αστυνομία βρήκε τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ο’ Μπάνιον, του Βάις και του Βίνσεντ Ντρούκκι, του “Εγκέφαλου” στο χρηματοκιβώτιο ενός μεγάλου εστιατορίου στο Πάρκγουαιη, που είχε ληστευθεί. Οι ένορκοι τους αθώωσαν. “Ήταν απροσεξία” είπε σ’ έναν δημοσιογράφο ο Ο’ Μπάνιον βγαίνοντας απ’ το δικαστήριο. “Ήταν δουλειά του Χύμι να σβήσει τ’ αποτυπώματα, αλλά ξέχασε”. (σελ. 85). Τα παραδείγματα πραγματικού εξευτελισμού της δικαιοσύνης, που αναφέρει ο Κόμπλερ δεν έχουν τελειωμό. Ένα πολύ ενδεικτικό αφορά τον ίδιο τον Καπόνε, στα πρώτα του βήματα, πριν ακόμη προξενήσει το ενδιαφέρον των εφημερίδων: «Ένα αυγουστιάτικο πρωί, ύστερα από ολονύκτια κραιπάλη, οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη Νορθ Ουάμπας άβενιου, με μια κοπέλα δίπλα του και τρεις άντρες στο πίσω κάθισμα. Στρίβοντας τη γωνία της οδού Ήστ Ράντολφ, χτύπησε πάνω σ’ ένα σταματημένο ταξί και τραυμάτισε το σωφέρ, κάποιον Φρεντ Κράουζε. Πήδησε τότε στο πεζοδρόμιο, μεθυσμένος κι οργισμένος, έδειξε μια ταυτότητα υπαστυνόμου (απόδειξη της πολιτικής προστασίας που είχε κιόλας εξασφαλίσει), τράβηξε ένα περίστροφο και απείλησε να σκοτώσει τον Κράουζε. Από ένα περαστικό τραμ, ο εισπράκτορας του φώναξε επιτακτικά να κατεβάσει το όπλο. Ο Καπόνε απείλησε τότε τον εισπράκτορα. Τα τέσσερα άτομα που ήταν μαζί του στο αυτοκίνητο, το έβαλαν στα πόδια. Η αστυνομία έφτασε πριν γίνει αιματοχυσία κι ένα νοσοκομειακό πήρε τον τραυματισμένο από τη σύγκρουση οδηγό του ταξί. Ο Καπόνε κατηγορήθηκε για τριπλό αδίκημα: επίθεση με αυτοκίνητο, οδήγηση σε κατάσταση μέθης και παράνομη οπλοφορία. Το καθένα από τα τρία ήταν αρκετό για να κλειστεί ο παραβάτης στη φυλακή. Όπως όμως γινόταν με όλες τις υποθέσεις σε βάρος του στα επόμενα εφτά χρόνια, ο Καπόνε δεν έφτασε στο δικαστήριο. Ούτε έγινε παραπομπή του σε δίκη. Όχι μόνο ακυρώθηκαν οι εναντίον του κατηγορίες, αλλά και σβήστηκαν από τα βιβλία των καταδιωκτικών αρχών». (σελ. 109).
Το έγκλημα που καταφέρνει να σκεπάσει όλους τους θεσμούς δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάδειξη της πολιτικής γύμνιας, που είναι ανίκανη να διαχειριστεί την εξουσία. Γιατί την εξουσία δεν τη διασφαλίζουν τα αξιώματα, αλλά οι άνθρωποι που τα εκπροσωπούν. Κι όταν όλοι δωροδοκούνται απ’ τον Καπόνε, δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ να υπακούν και στις εντολές του. Όμως, αυτός που δίνει τις εντολές είναι και το αφεντικό. Όλοι οι υπόλοιποι είναι το τσούρμο των αχυρανθρώπων που δήθεν υπερασπίζουν το δημόσιο συμφέρον και στην ουσία νομιμοποιούν τις πιο απάνθρωπες αυθαιρεσίες. Υπό αυτές τις συνθήκες το να μιλάμε για τα συμφέροντα του πολίτη είναι μάλλον γελοίο. Ο Καπόνε μπορεί να οδηγεί μεθυσμένος και να τραβάει πιστόλι σε όποιον του καπνίσει. Δεν υπάρχει κανένας νόμος γι’ αυτόν. Η ασυδοσία του εγκλήματος μεσουρανεί μόνο με την πολιτική συγκάλυψη. Και η πολιτική σκηνή που είναι πρόθυμη να ενδώσει στα παιχνίδια του εγκλήματος (όποια φύση κι αν έχουν αυτά) είναι η πολιτική σκηνή που ματαιώνει τη δημοκρατία. Γιατί δημοκρατία, όπου οι διαχειριστές της εξουσίας δεν αποβλέπουν στο δημόσιο συμφέρον δεν είναι δημοκρατία. Ο δήμαρχος Θόμπσον, πρωτεργάτης της διαφθοράς «όταν άρχισε τη θητεία του, τα οικονομικά του Σικάγου είχαν πλεόνασμα 3.000.000 δολάρια. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχαν έλλειμμα 4.500.000». Κι όσο για την εγρήγορση του λαού, τα δημοκρατικά του αντανακλαστικά, τη συνείδηση της συλλογικής ευθύνης και τα συναφή, στην περίπτωση του Θόμπσον τα γεγονότα έχουν ως εξής:. «Παρ’ όλα αυτά διατήρησε την υποστήριξη της ισχυρότερης πολιτικής μηχανής στην ιστορία του Σικάγο και τις δυνατότητες για μια πλατιά προεκλογική εκστρατεία, χάρη στις χιλιάδες των φίλων του που είχε διορίσει σε δημοτικές θέσεις. Και κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές για δεύτερη φορά, με μικρή διαφορά ψήφων». (σελ. 70). Όλα βαίνουν υπέροχα για τις συμμορίες και η ποτοαπαγόρευση υπόσχεται κέρδη που ξεπερνούν τη φαντασία. Ο Τόρριο είναι βέβαιος ότι η αστυνομία δε θα του δημιουργήσει ούτε το ελάχιστο πρόβλημα στις καινούργιες του μπίζνες. Το κατά πόσο είχε δίκιο το επιβεβαιώνει η δημόσια παραδοχή του αρχηγού της αστυνομίας του Σικάγο κατά τα πρώτα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης, Τσαρλς Φιτζμόρρις: «Το εξήντα τα εκατό από τις δυνάμεις μου είναι ανακατεμένοι στο λαθρεμπόριο». (σελ. 70).
Κι ενώ οι δουλειές πήγαιναν πρίμα, κατά τη δεύτερη θητεία του Θόμπσον στη θέση του δημάρχου, άρχισαν τα προβλήματα: «Η διαφθορά στη διάρκεια της δημαρχίας του Θόμπσον ήταν τόση, ώστε φαινόταν αδύνατο να επανεκλεγεί. Ο οργανωτής της προεκλογικής του εκστρατείας, κάποιος Φρεντ Λέντιν, πρώην γιατρός, είχε κατηγορηθεί μαζί με εικοσιτρείς άλλους για κατάχρηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων από τα σχολικά κονδύλια. Σύμφωνα μ’ έναν μάρτυρα που κατέθεσε στη δίκη, όταν ένα μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου διαμαρτυρήθηκε για τις υπερβολικές δαπάνες σε βάρος του δημοσίου κατά την αγορά σχολικών αναγνωστικών, ο Λέντιν απάντησε “Στο διάβολο το δημόσιο! Κρατάμε την κουτάλα τώρα και θα φάμε!” Οι δικαστές Ντάροου και Έρμπσταϊν έβγαλαν τον κατηγορούμενο απ’ τη φυλακή, αλλά η βρώμα έμεινε. Ο Θόμπσον, βέβαιος για την επερχόμενη ήττα του, απέσυρε την υποψηφιότητά του κατά τις προκριματικές εκλογές του 1923». (σελ. 118). Ο νέος δήμαρχος – από την παράταξη των Δημοκρατικών – ήταν ο δικαστής Ουίλλιαμ Ντέβερ, ο οποίος διάλεξε για αρχηγό της αστυνομίας τον Μόργκαν Κόλλινς: «Πόσο βαθιά ήταν η διαφορά της νέας αυτής πολιτικής από την προηγούμενη, ο Τόρριο το διαπίστωσε όταν αποπειράθηκε να δωροδοκήσει τον Κόλλινς. Με κάποιον μεσάζοντα του πρόσφερε 100.000 δολάρια το μήνα, για να μην ανακατεύεται στις δουλειές του στο Σικάγο. Σε απάντηση ο Κόλλινς έκλεισε τα Τέσσερα Δυάρια. Ο Τόρριο αργότερα του πρόσφερε χίλια δολάρια τη μέρα, μόνο για να παραβλέψει τη μεταφορά μπίρας, που έφτανε τα 250 βαρέλια τη μέρα. Ο Κόλλινς συνέχισε την επίθεσή του. Εκτός από το κυνηγητό που έκανε σε ζυθοποιεία, πορνεία, χαρτοπαικτικές λέσχες και καταγώγια, συνέλαβε κι εκατό γκάνγκστερς. Ως το τέλος της χρονιάς, η χαρτοπαιξία είχε πάψει ν’ αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για τον υπόκοσμο του Σικάγο». (σελ. 119). Αλλά και η πορνεία είχε δεχτεί επίσης σημαντικό πλήγμα. Ως πρώτη κίνηση ο Καπόνε μετέφερε το αρχηγείο στο Χώθορν Ινν. Ως δεύτερη: «Ο Τόρριο και ο Καπόνε σκέφτηκαν πως όσο θα ήταν δήμαρχος ο Ντέβερ, είχαν ανάγκη από ένα καταφύγιο, που να βρίσκεται πέρα απ’ τη δικαιοδοσία του. Διάλεξαν το Σίσερο». (σελ. 120).
Το Σίσερο ήταν προάστιο του Σικάγο όπου το δίδυμο Τόρριο και Καπόνε κάνανε ήδη δουλειές εκεί. Οι νέες εξελίξεις όμως μετέτρεψαν το Σίσερο σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Και σαν να μην έφταναν αυτά την άνοιξη του 1924 γίνονταν εκλογές για τη δημαρχία: «Η ομάδα του Κλένα υποστηριζόμενη από μια δικομματική πολιτική μηχανή, είχε διοικήσει την πόλη τρεις θητείες συνέχεια, τώρα όμως οι Δημοκρατικοί παρουσιάζονταν με ξεχωριστό ψηφοδέλτιο. Ο Φόγκελ, ανησυχώντας μήπως ο μεταρρυθμιστικός πυρετός που σάρωνε το Σικάγο επεκταθεί και στο Σίσερο, έκανε στον Τόρριο και στον Καπόνε μια πρόταση, που τη βρήκαν δελεαστική: Αν βοηθούσαν τον Κλένα να εξασφαλίσει τη νίκη, μπορούσαν να υπολογίζουν στην ανοχή του νόμου απέναντί τους, για οποιαδήποτε επιχείρηση, με μόνη εξαίρεση τη σωματεμπορία». (σελ. 121). Είναι η στιγμή που οι εκλογές περνάνε επίσημα στα χέρια του οργανωμένου εγκλήματος. Το έγκλημα γίνεται προέκταση της πολιτικής σ’ ένα κουβάρι που είναι σχεδόν αδύνατο να ξεδιαλυθεί: «……ο Καπόνε δανείστηκε από τους συμμάχους τους μια δύναμη κρούσεως από 200 συνολικά άτομα». (σελ. 121). Μπροστά σ’ αυτό η αντιπολίτευση δε θα μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα χέρια: «Και η αντιπολίτευση από την πλευρά της δεν παρέλειψε να εξασφαλίσει υποστήριξη από ομάδες γκάνγκστερς. Ανάμεσα στους συμμάχους της ήταν οι μεγάλοι λαθρέμποροι μπίρας, που επιδίωκαν να προσαρτήσουν το βασίλειο των Τόρριο – Καπόνε στα δικά τους». (σελ. 121). Ο υπόκοσμος συγκρούεται ανοιχτά σ’ ένα ανελέητο ξεκαθάρισμα λογαριασμών για το ποιος θα κυριαρχήσει στο Σίσερο και οι εκλογές δεν είναι παρά το άλλοθι των συμφερόντων του εγκλήματος: «Το πρώτο θύμα ήταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για τη θέση του γραμματέα της δημαρχίας Ουίλλιαμ Πφλάουμ. Την παραμονή των εκλογών, στις 31 Μαρτίου, οι μπράβοι του Καπόνε τον έσπασαν στο ξύλο και ρήμαξαν το γραφείο του. Όταν άνοιξαν οι κάλπες, μια φάλαγγα μαύρες λιμουζίνες με πάνοπλους μπράβους του Καπόνε περιφερόταν στην πόλη σκορπώντας τον τρόμο όπου σταματούσε. Είχαν τέτοια αριθμητική υπεροχή απέναντι στους αντίπαλους μπράβους, ώστε δε σημειώθηκαν σχεδόν συμπλοκές. Χτυπούσαν κάθε πολίτη που ήταν γνωστός οπαδός των Δημοκρατικών. Ενώ ο ψηφοφόρος περίμενε στην ουρά να ρίξει το ψηφοδέλτιο, μια απειλητική φάτσα με καβουράκι τον πλησίαζε και τον ρωτούσε τι θα ψηφίσει. Αν η απάντηση δεν ήταν ικανοποιητική, ο μπράβος του άρπαζε το ψηφοδέλτιο, το “σταύρωνε” ο ίδιος, του το έδινε ύστερα πίσω και περίμενε, έχοντας το χέρι του στο πιστόλι, στην τσέπη του, ώσπου ο ψηφοφόρος να ρίξει το ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Όσοι ψηφοφόροι αντιστέκονταν, δέχονταν την επίθεση των μπράβων. Οι ευσυνείδητοι έφοροι και δικαστικοί αντιπρόσωποι απάγονταν και κρατούνταν αιχμάλωτοι, ώσπου να κλείσουν οι κάλπες………… Ένας αστυφύλακας χτυπήθηκε με στιλέτο. Δύο άτομα πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν……. Ενός τρίτου του έκοψαν το λαιμό κι έναν τέταρτο τον σκότωσαν στο σαλούν του Έντυ Τανκλ». (σελ. 121 – 122). Βρισκόμαστε μπροστά στο πιο απροκάλυπτο γκανγκστερικό παρακράτος. Το έγκλημα και η πολιτική πιασμένα χέρι – χέρι σ’ ένα ντελίριο τραμπουκισμού, διαφθοράς και εκλογικής νοθείας. (Οι περιπτώσεις των γκανγκστερικών επεμβάσεων σε σωματεία και σε απεργιακές κινητοποιήσεις, για την καταστολή των εργασιακών διεκδικήσεων προς όφελος των αφεντικών, με τις γνωστές μεθοδεύσεις των πληρωμένων τραμπούκων, σηματοδοτούν μια άλλη χρήση του γκανγκστερικού παρακράτους). Στις «εκλογές» αυτές, σε μια συμπλοκή που έγινε με την αστυνομία, σκοτώθηκε ο αδερφός του Αλ Καπόνε, Φρανκ Καπόνε. Ο θάνατός του όμως δεν πήγε χαμένος. Ο Κέννα κέρδισε τις εκλογές. Η συμμορία του Καπόνε είχε κυριαρχήσει στο Σίσερο. Η εφημερίδα “Τρίμπιουν” του Σικάγο χαρακτήρισε την κηδεία του Φρανκ Καπόνε “αντάξια πολιτικού ηγέτου”.
Και σαν να μην έφταναν αυτά ο Θόμπσον που είχε ηττηθεί στις εκλογές του 1923 επανήλθε στο προσκήνιο διεκδικώντας για Τρίτη φορά τη δημαρχία του Σικάγο: «Η ημέρα των εκλογών – 5 Απριλίου – πλησίαζε. Το διαμέρισμα του Καπόνε, στο Οτέλ Μετροπόλ, είχε γίνει παράρτημα του εκλογικού κέντρου του Θόμπσον…… Ο Καπόνε, πίσω από μια έδρα συνεδριάσεων και κυκλωμένος από εννιά τηλέφωνα, κάπνιζε το πούρο του δίνοντας διαταγές στις δυνάμεις του σε όλη την πόλη – σε επαγγελματίες δολοφόνους, μπράβους, ειδικούς στις απαγωγές και στις ανατινάξεις……. Και η συμμορία του Ο’ Μπάνιον, όπως οι περισσότεροι γκάνγκστερς του Σικάγο, είχε ταχτεί με το μέρος του Θόμπσον. Την παραμονή των εκλογών, μια ομάδα της συμμορίας με τον Ντρούκκι επικεφαλής, έκανε εισβολή στα γραφεία του υποψηφίου συμβούλου της 42ης Περιφέρειας Ντόρσεϋ Κρόουϊ, στενού συνεργάτη του Ντέβερ. Μη βρίσκοντας εκεί τον Κρόουϊ, τσάκισαν στο ξύλο το γραμματέα του, κατέστρεψαν φακέλους, έσπασαν τζάμια». (σελ. 212). Ο αρχηγός της αστυνομίας επιστράτευσε πάνω από 5.000 αστυνομικούς προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Η νίκη του Θόμπσον ήταν η αποθέωση του Καπόνε: «Η επάνοδος του Θόμπσον στο δημαρχείο, για τρίτη φορά, εγκαινίασε μια περίοδο αιματοχυσίας, τρομοκρατίας και δημόσιας διαφθοράς, που μπροστά της το αλλοτινό Σικάγο φάνταζε σαν πρότυπο όπου βασίλευε ο νόμος και η τάξη». (σελ. 213 – 214). Ο Θόμπσον διόρισε τους κατάλληλους ανθρώπους στα κατάλληλα πόστα: «Ο Καπόνε υπολόγιζε τις συνολικές πληρωμές στην αστυνομία, από κάθε πηγή, σε 30.000.000 το χρόνο. Ο δικός του κατάλογος αστυνομικών που μισθοδοτούσε αποτελούσε τη μισή περίπου αστυνομική δύναμη του Σικάγο». (σελ. 215).
Το φθινόπωρο του 1930, χρονιά της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης στην Αμερική, το Σικάγο ήταν υπό διάλυση: «Καμιά άλλη από τις μεγάλες πόλεις της Αμερικής δεν δοκιμάστηκε τόσο, επειδή εδώ την οικονομική καταστροφή την έκανε οξύτερη και γενικότερη η δημοτική διοίκηση της τρίτης θητείας του Θόμπσον. Εκείνη τη χρονιά, οι δημοτικές αρχές είχαν σπαταλήσει 23.000.000 δολάρια περισσότερα απ’ όσα μπόρεσαν να μαζέψουν από φόρους. Όμιλοι αγανακτισμένων πολιτών οργάνωσαν μια κίνηση κατά της πληρωμής φόρων. Χίλιοι πεντακόσιοι δημοτικοί υπάλληλοι – ανάμεσά τους δάσκαλοι, πυροσβέστες, αστυνομικοί – απολύθηκαν και, όσοι έμειναν, περίμεναν εβδομάδες να πληρωθούν……… Επειδή τα ταμεία της Πολιτείας, της κομητείας και του δήμου είχαν αδειάσει, ομάδες πολιτών έκαναν εράνους για να κρατήσουν τα σχολεία ανοιχτά……. Ένα παιδί πέθανε από την πείνα, ενώ το μετέφεραν στο παιδικό νοσοκομείο Μεμόριαλ Όσπιταλ. “Γιατί να είμαστε γυμνοί και πεινασμένοι;” φώναζε μια νέγρα μητέρα, μιλώντας σε χιλιάδες κατοίκους του γκέτο των νέγρων………. Άστεγες οικογένειες κοιμούνταν στις στοές και στα τούνελ. Άθλιες παράγκες από κιβώτια, τενεκέδες και χαρτόνια, μαζεμένες σε μικρούς οικισμούς που ο κόσμος τους έλεγε “πολιτείες του Χούβερ”, κύκλωναν τα προάστια του Σικάγο». (σελ. 307). Ήταν πια η κατάλληλη στιγμή για το φιλανθρωπικό έργο του Καπόνε: «Σε ενάμιση μήνα πρόσφερε 120.000 γεύματα, με συνολικό κόστος 12.000 δολάρια. Στη γιορτή των Ευχαριστιών, ο Καπόνε πρόσφερε 5.000 γαλοπούλες. Τα Χριστούγεννα, οργάνωσε λαϊκή γιορτή με φαγητά για τους φτωχούς της Μικρής Ιταλίας. Στη διάρκεια της γιορτής, μια γριά γονάτισε και του φίλησε το χέρι». (σελ. 308). Ο Καπόνε άρχισε να παίρνει διαστάσεις λαϊκού ήρωα.
Η φαιδρή δημοσιογραφία και η ελαφρότητα των γνωστών κύκλων του κοσμικού κατιμά συνέβαλαν πολύ στη δημόσια εικόνα του. Όταν η «Ζουρνάλ ντε Παρί» έστειλε στο Σικάγο τον περίφημο συνεργάτη Ζωρζ Λόντον, ειδικό για τα εγκλήματα, να μιλήσει με τον Καπόνε, ο περιβόητος δημοσιογράφος δήλωσε: «Είναι αδύνατο να πιστέψει κανείς, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τέρας, με πενήντα περίπου φόνους στη συνείδησή του». (σελ. 311). Όσο για την πάμπλουτη κυρία Πάτερσον, διευθύντρια σύνταξης κι αργότερα ιδιοκτήτρια της εφημερίδας Ουάσιγκτον Χέραλντ ήταν αδύνατο να κρύψει τη γοητεία που της άσκησε ο Καπόνε: «Ένας από τους εκπληκτικούς εκείνους πολυμήχανους Ιταλούς» έγραφε γι’ αυτόν και μάλιστα μετά τη συνέντευξη δήλωσε συμπερασματικά: «Λέγεται και είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες νιώθουν ιδιαίτερη συμπάθεια για τους γκάνγκστερς. Αν δεν καταλαβαίνετε το γιατί, συμβουλευτείτε το δόκτορα Φρόυντ». (σελ. 312). Ένας πυργοδεσπότης, απ’ αυτούς που κατοικούσαν στις πιο γραφικές όχθες της λίμνης δήλωσε: «Η κοινωνία θα ήταν πιο ευχάριστη, αν δεχόταν τον Καπόνε στους κόλπους της». (σελ. 312). Και τα παραδείγματα αυτού του είδους δεν τελειώνουν. Ο Καπόνε γινόταν καθημερινά ένας θρύλος που τον τροφοδοτούσαν «ένα πλήθος δημοσιογράφων, ραδιοσχολιαστών, ιεροκηρύκων, μυθιστοριογράφων, θεατρικών συγγραφέων, κινηματογραφιστών». (σελ. 308). Μέχρι ένας ραβίνος, ο Τζάκομπ Κατζ, δικαίωνε στους πιστούς του τη συμμορία του Καπόνε. Όσο για το Χώθορν Ινν αποτελούσε ένα από τα βασικότερα τουριστικά αξιοθέατα του Σικάγο.
Αλ Καπόνε
Η συνέχεια γνωστή. Κατηγορία για φοροδιαφυγή – την εκστρατεία για τη φοροδιαφυγή του Καπόνε τη στήριξε σθεναρά ο ίδιος ο πρόεδρος Χούβερ – σύλληψη, καταδίκη, και φυλάκιση που κατέληξε στο Αλκατράζ. Το κελί του Καπόνε στο Αλκατράζ αποτελεί και σήμερα σπουδαία τουριστική ατραξιόν. Το γιατί επιλέχθηκε η φοροδιαφυγή, ανάμεσα σε τόσες άλλες κατηγορίες, ο Κόμπλερ δεν το σχολιάζει. Το σίγουρο είναι ότι ήδη του είχαν στοιχειοθετήσει τέσσερις χιλιάδες παραβάσεις που αφορούσαν αποστολές φορτίων μπίρας «με τριάντα δύο βαρέλια το κάθε φορτίο. Άρχιζαν από το 1922, όταν ο Καπόνε αγόρασε ένα μεταχειρισμένο φορτηγό αυτοκίνητο για λογαριασμό του Τόρριο. Απ’ την κατηγορία αυτή, ωστόσο, προτάχθηκε η υπόθεση της φοροδιαφυγής». (σελ. 324). Η αλήθεια είναι ότι αν προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Καπόνε για τα εγκλήματά του θα εμπλέκονταν στις υποθέσεις ο μισός πολιτικός κόσμος – κι όχι μόνο – του Σικάγο. Η φοροδιαφυγή ήταν η πιο καθαρή δουλειά. Αφορούσε τον Καπόνε και μόνο τον Καπόνε. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που καλό είναι να μη σκαλίζονται και πολύ τα πράγματα. Και οι πιο χαρακτηριστικές είναι αυτές που εμπλέκουν το έγκλημα με την πολιτική εξουσία.
Τελικά ο Καπόνε δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί στο σύστημα. Παρέμεινε ως το τέλος να παίζει το ρόλο του γορίλα. Το όραμά του να σταματήσει τους πολέμους των συμμοριών και να πετύχει την ένωση του υποκόσμου με τον ίδιο επικεφαλής δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει. Αυτό όμως που θα διδάσκει για πάντα είναι ότι το οργανωμένο έγκλημα δεν μπορεί να ανθήσει χωρίς τη συμπαράσταση των θεσμών και της πολιτικής εξουσίας. Γιατί τα ρήγματα της εξουσίας και η διαφθορά είναι το κύριο πεδίο δράσης όλων των Αλ Καπόνε.
Τζων Κόμπλερ, «Αλ Καπόνε», εκδόσεις ΒΙΠΕΡ, Αθήνα 1974
http://eranistis.net/wordpress/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου